Η λατομική δραστηριότητα για την παραγωγή ογκομαρμάρων εξακολουθεί, ακόμη και σήμερα, να είναι μία από τις σημαντικές βιομηχανικές δραστηριότητες στην Ελλάδα. Ωστόσο, οδηγεί στην παραγωγή μεγάλων ποσοτήτων απορριπτόμενων υλικών που σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να ανέλθει στο 95% του συνολικά εξορυσσόμενου πετρώματος.
Για το σκοπό αυτό, πραγματοποιήθηκε εργαστηριακή διερεύνηση των ιδιοτήτων των εν λόγω υλικών, καθώς και εξέταση της εγχώριας αγοράς των πληρωτικών υλικών. Με βάση την έρευνα αγοράς, είναι προφανές ότι, παρά την οικονομική κρίση, η ελληνική αγορά του Κονιοποιημένου Ανθρακικού Ασβεστίου (Ground Calcium Carbonate, GCC) έχει παραμείνει κατά βάση υγιής, με συνολική ετήσια δυναμικότητα ίση με 0,8 Mt, γεγονός που αποδίδεται στη αύξηση των εξαγωγών.
Σύμφωνα με υπολογισμούς από εργασίες υπαίθρου, στην υπό μελέτη περιοχή έχουν εξορυχθεί μέχρι τώρα περίπου 6 εκατ. m3 πετρώματος, αλλά από αυτά μόνο 450 χιλ. m3 έχουν αξιοποιηθεί για διακοσμητικά πετρώματα. Η υπολειπόμενη ποσότητα, η οποία ισούται με 5,5 εκατ, m3 ή ~15 εκατ. τόνους, έχει αποτεθεί ως απορρίμματα. Το χαμηλό ποσοστό αποληψιμότητας (<10%) οφείλεται κυρίως στον ισχυρό τεκτονισμό τον οποίο έχουν υποστεί τα ανθρακικά πετρώματα των περιοχών αυτών. Από τα 11 λατομεία που λειτουργούν σήμερα, εξορύσσονται σε ετήσια βάση περίπου 300 χιλ. m3 πετρώματος. Έτσι, μια ποσότητα άνω των ~ 270 χιλ. m3 ή 700 χιλ. τόνων απορριμμάτων προστίθενται κάθε χρόνο στα αποθέματα των αποβλήτων της περιοχής.
Με στόχο τη διερεύνηση της εμπορικής εκμετάλλευσης των παραπάνω απορριμμάτων, στο πλαίσιο του Εθνικού Στρατηγικού Πλαισίου Αναφοράς (ΕΣΠΑ), το ΙΓΜΕ έχει επικεντρώσει την έρευνα του στην συγκεκριμένη περιοχή. Με βάση την έρευνα που έγινε μέχρι τώρα, τα απορρίμματα αυτά είναι κατάλληλα για την παραγωγή υλικών προστιθέμενης αξίας, και πιο συγκεκριμένα για πληρωτικά υλικά στη χημική βιομηχανία, ενώ η εφαρμογή τους ως αδρανών υλικών είναι αμφίβολη, δεδομένου ότι προκαταρκτική εξέταση των φυσικομηχανικών χαρακτηριστικών τους έδωσε αρνητικά αποτελέσματα.