ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑ & ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟΙ ΦΟΡΕΙΣΧΡΗΣΙΜΑ & ΣΥΛΛΕΚΤΙΚΑ ΟΡΥΚΤΑ

Μουσείο Ορυκτολογίας & Πετρολογίας EKΠΑ (Ι)

Πρόκειται για το πρώτο μουσείο στη νεότερη Ελλάδα το οποίο ιδρύθηκε το 1837, λίγο μετά την Επανάσταση του 1821. Στο έκθεμα γύψος από Λαύριο. Photo by P. Tzeferis©.

 Το Μουσείο Ορυκτολογίας – Πετρολογίας του ΕΚΠΑ περιλαμβάνει τρεις αίθουσες με συνολικό εμβαδόν περί τα 900 m.  Το Μουσείο διαθέτει επίσης χώρους εργαστηρίων, γραφείων και αποθηκών, οι οποίοι δεν είναι προσπελάσιμοι στο κοινό. Στην πρώτη αίθουσα παρουσιάζονται δείγματα ορυκτών υψηλής αισθητικής, μερικά από τα οποία συγκαταλέγονται στα καλύτερα του κάθε είδους, που είναι τοποθετημένα σε επτά σύγχρονες κρυστάλλινες προθήκες, εσωτερικά φωτισμένες, ώστε να δημιουργούν στον επισκέπτη ένα αίσθημα θαυμασμού.

Στη δεύτερη αίθουσα, σε τρεις εντοιχισμένες προθήκες παρουσιάζονται δείγματα και επεξηγηματικά κείμενα για την κατανόηση της έννοιας των ορυκτών, των πετρωμάτων, των μεταλλευμάτων και των βιομηχανικών ορυκτών. Στην ειδική προθήκη που είναι αφιερωμένη στους μετεωρίτες, εκτίθεται δείγμα σιδηρομετεωρίτη από την Αργεντινή.

Το μουσείο ειναι ανοικτό στο κοινό καθημερινά τις πρωϊνές ώρες. Εκθεμα lapis lazuli από Afganistan.Photo by P. Tzeferis

Στην τρίτη αίθουσα ο επισκέπτης συναντάει τις βαριές, ξύλινες προθήκες του 19ου αιώνα, που περιλαμβάνουν τη συστηματική συλλογή ορυκτών, συλλογές πολύτιμων λίθων, πετρογραφικές και κοιτασματολογικές συλλογές και το αφιέρωμα στο ηφαίστειο της Σαντορίνης. Επίσης, υπάρχουν πέντε προθήκες με πολύτιμους λίθους ακατέργαστους και επεξεργασμένους, αντίγραφα σφραγιδολίθων διαφόρων εποχών, καθώς και αποτυπώματά τους σε καθαρό άργυρο.

Οι συλλογές του Μουσείου Ορυκτολογίας και Πετρολογίας δημιουργήθηκαν μέσα στα πλαίσια της Φυσιογραφικής Εταιρείας, που ιδρύθηκε το έτος 1835. Το Πανεπιστήμιο περιέλαβε τις συλλογές στους χώρους χρήσης του από την ίδρυση του, το 1837. Το 1908 δημιουργήθηκαν τα Πανεπιστημιακά Μουσεία Ορυκτολογίας – Πετρογραφίας, Παλαιοντολογίας – Γεωλογίας, Ζωολογίας και Βοτανικής και από τότε λειτουργούν ως ανεξάρτητα παραρτήματα. Από το έτος 1982 το Μουσείο Ορυκτολογίας και Πετρολογίας υπάγεται στο τμήμα Γεωλογίας μαζί με τον ομώνυμο Τομέα.

Σήμερα οι συλλογές των δειγμάτων του Μουσείου εκτίθενται σε ανεξάρτητο χώρο στο ισόγειο μέσα στο κτιριακό συγκρότημα του Τμήματος Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος. Photo by P. Tzeferis
Αμέθυστος από τη Βραζιλία. Photo by P. Tzeferis

Καθηγητές Ορυκτολογίας και Πετρολογίας και σχετικών εδρών του περασμένου αιώνα, ήσαν οι Η. Μητσόπουλος, (1845 – 1892) και Κ. Μητσόπουλος (1845 – 1910), που χρημάτισαν και διευθυντές του ομώνυμου Μουσείου, την ίδια περίοδο. Το έτος 1910 εξελέγη καθηγητής Ορυκτολογίας και Πετρολογίας ο Κ. Κτενάς (1912 – 1935). Τον διαδέχθηκε ως καθηγητής Ορυκτολογίας και Πετρολογίας ο Γ. Γεωργαλάς (1936 – 1946) και στη συνέχεια ως καθηγητές της ίδιας έδρας οι Α. Γεωργιάδης (1946 – 1965) και Γ. Μαράκης (1973 – 1993), που ήσαν και διευθυντές του ομώνυμου Μουσείου. Με το νόμο 1268/82 ιδρύθηκε η Σχολή Θετικών Επιστημών, στην οποία υπάγεται το Τμήμα Γεωλογίας, όπου ανήκει ο Τομέας Ορυκτολογίας και Πετρολογίας, στο οποίο προσαρτάται το ομώνυμο Μουσείο. Ακολούθως ορίζεται Πρόεδρος της Τριμελούς Διοικούσας Επιτροπής του Μουσείου ο καθηγητής Κ. Σιδέρης. Το έτος 2000 εξελέγη Διευθυντής του Μουσείου ο (τότε) αν. καθηγητής Α. Κατερινόπουλος.

Το Μουσείο Ορυκτολογίας και Πετρολογίας στεγάστηκε, μέχρι το έτος 1979, στο κτίριο της οδού Ακαδημίας, μεταξύ των οδών Μασσαλίας και Σίνα (σήμερα κτίριο Κωστή Παλαμά), οπότε οι συλλογές του μεταφέρθηκαν στην Πανεπιστημιούπολη (Άνω Ιλίσια) όπου και παρέμειναν αποθηκευμένες έως το 1996. Σε μια προσπάθεια επισκευής των ξύλινων προθηκών του 19ου αιώνα οι συλλογές υπέστησαν σημαντικότατη ζημιά, όλα σχεδόν τα δείγματα χωρίστηκαν από τις ετικέτες τους, ενώ ένας αριθμός δειγμάτων καταστράφηκε.

Το έτος 1997, με εντολή του Διευθυντού του Τομέα καθηγητή Εμμανουήλ Μπαλτατζή, ανετέθη στον  καθηγητή Α. Κατερινόπουλο η εξαρχής αναγνώριση και σύγχρονη ταξινόμηση των δειγμάτων του Μουσείου, με σκοπό την επαναλειτουργία του. Σε αυτή του την προσπάθεια είχε τη βοήθεια του Δρ. γεωλόγου (και σήμερα καθηγητή) Π. Βουδούρη και της γεωλόγου Θ. Ταγματάρχη, υπό την καθοδήγηση του καθηγητή Κ. Σιδέρη, τότε Προέδρου του Τμήματος Γεωλογίας. Τα εγκαίνια της επαναλειτουργίας του Μουσείου έγιναν στις 7 Φεβρουαρίου 2000.

Σήμερα οι συλλογές των δειγμάτων του Μουσείου εκτίθενται σε ανεξάρτητο χώρο στο ισόγειο μέσα στο κτιριακό συγκρότημα του Τμήματος Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος. Πρόκειται όχι μόνο για την παλαιότερη ορυκτολογική – πετρογραφική συλλογή στην Ελλάδα αλλά επίσης για μία συλλογή διεθνούς εμβέλειας. Διευθυντής του Μουσείου ο   καθηγητής  Α.Μαγγανάς.

Σπάνιο κομμάτι από τη Νάξο.Photo by P. Tzeferis

Η σπουδαιότητα της συλλογής δεν οφείλεται μόνο στην παρουσίαση ιδιαίτερα αισθητικών δειγμάτων, αλλά και στην αφθονία και ποιότητα δειγμάτων ορυκτών από “κλασσικές” θέσεις των τότε κρατών της Αυστρο-Ουγγρικής Μοναρχίας, της Γερμανικής Αυτοκρατορίας και της Τσαρικής Ρωσίας, κυρίως από τοποθεσίες που σήμερα έχουν εξαντληθεί και είναι γνωστές μόνο από τη βιβλιογραφία. Στις συλλογές του Μουσείου υπάρχει πληθώρα δειγμάτων από τα Μεταλλευτικά Όρη (πρώην Ουγγρική μεταλλευτική επαρχία) όπως το Schemnitz και το Kremnitz, από το Freiberg της Σαξονίας, τα όρη Harz της Γερμανίας, το Siebenbuergen της Ρουμανίας (περιοχές Nagyag, Banat, Felsobanya), τα Ουράλια όρη (περιοχές Miask, Nishne Tagil, Achmatovsk, Mursinka) και τη Σιβηρία (περιοχή Nertschinsk).

Μουσείο Ορυκτολογίας & Πετρολογίας EKΠΑ (IΙ)

Π. Τζεφέρης

Σχετικά Άρθρα