Η εξορυκτική δραστηριότητα έχει ορατό περιβαλλοντικό αποτύπωμα μέσα στο φυσικό περιβάλλον, ειδικότερα στην περίπτωση των υπαίθριων εκμεταλλεύσεων (open pit), εντούτοις η αναμενόμενη «βλάβη» είναι υπό προϋποθέσεις περιορισμένη, προσωρινή κι αναστρέψιμη.
Τα ληπτέα μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος, συνήθως δεν στοχεύουν να εξαλείψουν τα «προβλήματα», αλλά να τα περιορίσουν σε ανεκτά επίπεδα. Οι μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων για την αποκατάσταση των θιγόμενων επιφανειών θα πρέπει να είναι ρεαλιστικές, και να συμπεριλαμβάνουν μέτρα για την αποκατάσταση του περιβάλλοντος και μετά τη λήξη των εκμεταλλεύσεων. Στην περίπτωση των υπογείων εργασιών δεν υφίσταται τόσο το περιβαλλοντικό αποτύπωμα όσο ο κίνδυνος ενδεχόμενων κατολισθήσεων που είναι γνωστό, για τους παροικούντες την Ιερουσαλήμ, ότι μπορεί επίσης να ελεγχθεί.
Για την περίπτωση των μεταλλουργικών μονάδων, που σαφώς σχετίζονται μόνο έμμεσα με την εξορυκτική βιομηχανία, θα τολμούσαμε να αυτοσαρκαστούμε λέγοντας ότι η Eλλάδα, αν εξαιρέσει κανείς τη «Λάρκο» και το «Αλουμίνιο της Ελλάδος» που χρονολογούνται από τις δεκαετίες του ‘50 και ‘60, κατάφερε να μην διαθέτει «Εξαγωγικές Μεταλλουργίες» οπότε δεν κινδυνεύει από τα υγρά και αέρια τυχόν απόβλητά τους! Ειδικότερα δεν διαθέτει καμία υδρομεταλλουργική βιομηχανία.
Με βάση τα επίσημα στοιχεία της ΕΣΥΕ (2000) σε σύνολο 132 εκ. στρεμμάτων στην ελληνική επικράτεια, η ζώνη διατάραξης από τις εξορυκτικές δραστηριότητες καταλαμβάνει (μαζί με τα εργοτάξια και τις χωματερές) 270.000 στρέμματα. Ακόμη κι αν στα παραπάνω προσθέσουμε τις Μεταλλευτικές Παραχωρήσεις (ΠΜ), οι περισσότερες των οποίων είναι σε «δικαιολογημένη αργία», η «μεταλλεία» ζήτημα είναι να καταλαμβάνει περί το 1-1,5% της ελληνικής χερσαίας επικράτειας.
Tο ερώτημα τίθεται ιδιαίτερα προς τους πολιτικούς που εκτίθενται στις εκλογές.