του κ. Πέτρου Τζεφέρη
Τα Φρέατα (πηγάδια) της Λαυρεωτικής ορύχθηκαν από τους αρχαίους μεταλλωρύχους ως η πλέον πρόσφορη μέθοδος για την διερεύνηση σε βάθος των μεταλλοφόρων επαφών των γεωλογικών σχηματισμών, την περιχάραξη του κοιτάσματος, τον εξαερισμό (ελκυσμός του αέρα) των στοών αλλά και τη μετακίνηση των εργαζομένων και τη μεταφορά του μεταλλεύματος.
Συγκεκριμένα το Αρχαίο Μεταλλευτικό Λαύριο χαρακτηρίζεται από ένα μεγάλο αριθμό φρεάτων διαστάσεων συχνά 1,30μ.Χ 1,90μ., που κατά τον καθηγητή Κ. Κονοφάγο (1980) υπερβαίνουν τον αριθμό 1000, με βάθη συνήθως 25-55μ., που μπορούσαν όμως να φθάσουν τα 85μ. και max. τα 120μ. Τα περισσότερα από αυτά ήταν κατακόρυφα αλλά έχουν βρεθεί και κεκλιμένα ή και με μορφή ζιγκ-ζαγκ.
Η ερευνητική ομάδα γεωλόγων με γνώσεις σπηλαιολογίας και υπεύθυνο τον διδάκτορα Γεωλογίας του ΑΠΘ, Μάρκο Βαξεβανόπουλο, έχει εντοπίσει και έχει καταγράψει 300 εισόδους αρχαίων πηγαδιών. «Σε πολλά από αυτά ήμασταν οι πρώτοι που κατεβήκαμε μετά από αιώνες, τουλάχιστον 30, ωστόσο είναι πολύ επικίνδυνα, καθώς έχουν υψηλές συγκεντρώσεις διοξειδίου του άνθρακα και η κάθοδος από μη ειδικούς και χωρίς τον κατάλληλο εξοπλισμό, μπορεί να αποβεί μοιραία», δήλωσε ο κ. Βαξεβανόπουλος, ενώ ήδη έχουν ενημερωθεί οι υπηρεσίες του Δήμου Λαυρεωτικής και της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ανατολικής Αττικής, προκειμένου να τα σφραγίσουν.
Σε ένα από αυτά τα αρχαία πηγάδια, το «Στεφάνι του θανάτου», όπως ονομάστηκε, στην περιοχή Στεφάνι, οι επιστήμονες δεν πλησίασαν καν πολύ κοντά, καθώς τα μηχανήματα που είχαν και οι ειδικοί μετρητές αερίων χτύπησαν … κόκκινο και τους έδειξαν ότι υπήρχε πολύ μεγάλη συγκέντρωση διοξειδίου του άνθρακα.
«Το διοξείδιο του άνθρακα μετρήθηκε στο 11%, δηλαδή 278 φορές πάνω από το όριο ασφαλείας που είναι 0,041%, ενώ το οξυγόνο ήταν σε χαμηλή περιεκτικότητα, περίπου 10%, όταν σε φυσιολογικές συνθήκες ο αέρας περιέχει 20% οξυγόνου. Αυτό σημαίνει ότι δυο λεπτά παραμονής στο συγκεκριμένο πηγάδι οδηγούν στο θάνατο και ενημερώθηκε η σπηλαιολογική κοινότητα να αποφύγει κάθοδο σε αυτό» μας είπε ο κ. Βαξεβανόπουλος, προσθέτοντας ότι ένα κομμάτι βύσματος (ειδικού μεταλλικού σωλήνα) που βρέθηκε στο σημείο μαρτυρά ότι κάποιος άλλος, κάποτε, επιχείρησε να το ερευνήσει. Οι επιστήμονες ελπίζουν να εγκατέλειψε την προσπάθεια.
Η υψηλή συγκέντρωση διοξειδίου του άνθρακα που μετρήθηκε σε πολλά αρχαία πηγάδια, οδηγεί σε σταδιακή κόπωση, ναυτία, απώλεια των αισθήσεων και τελικά στο θάνατο. Μάλιστα δόθηκαν και τα στοιχεία των πηγαδιών, οι ειδικοί κωδικοί για να τα αναγνωρίζουν οι σπηλαιολόγοι. Σε άλλα αρχαία πηγάδια διαπιστώθηκε ότι οι κάτοικοι της περιοχής τα έχουν μετατρέψει σε χωματερές και έχουν πετάξει μέσα σε αυτά από οικιακά απορρίμματα μέχρι γλάστρες.Έτσι οι επιστήμονες δεν μπορούν να δουν τι υπάρχει στο εσωτερικό τους, ενώ σε όσα κατέβηκαν με τα ειδικά σχοινιά, και εντόπισαν αρχαιολογικό υλικό, ενημερώθηκε η ΕΦΑ Ανατολικής Αττικής, η οποία έχει κάνει δική της έρευνα και έχει επίσης χαρτογραφήσει πολλά αρχαία πηγάδια.
Η έρευνα που ολοκληρώνεται αυτό το διάστημα θα οδηγήσει στη δημιουργία ενός τρισδιάστατου μοντέλου της μεταλλοφορίας στο αρχαίο Λαύριο, δηλαδή θα γίνει αναπαράσταση της εξορυκτικής δραστηριότητα και της μεταλλουργίας για την παραγωγή του ασημιού. Οπως είναι γνωστό, η παρουσία και η εκμετάλλευση των αργυρούχων μεταλλευμάτων στο υπέδαφος της Λαυρεωτικής και η εξόρυξή τους για χρόνια από τους Αθηναίους, τους έδωσε στρατηγικό πλεονέκτημα έναντι των αντιπάλων τους.
Σχόλιο: Πέραν από τις όποιες ενδιαφέρουσες προσπάθειες προγραμμάτων που εμμέσως και αποσπασματικά έχουν εντάξει στο πλαίσιο των εργασιών τους την έρευνα των αρχαίων και νεώτερων φρεάτων της Λαυρεωτικής, οφείλουν οι αρμόδιοι φορείς να σχεδιάσουν και να υλοποιήσουν πλήρες πρόγραμμα καταγραφής και εν συνεχεία σήμανσης και περίφραξης του συνόλου των φρεάτων για λόγους ασφαλείας. Η επιστημονική έρευνα είναι κάτι που μπορεί να περιμένει, όταν συμβαίνουν ατυχήματα που οδηγούν ενίοτε στην απώλεια της ανθρώπινης ζωής.
Οι χώροι αυτοί που απαιτούν ταυτοποίηση είναι όντως πάρα πολλοί (ίσως πάνω από 1000) σε μια έκταση μεγαλύτερη από 100 χιλ. στρ. ενώ μόνο ο πυρήνας του Δρυμού καλύπτει τουλάχιστον 7500 στρέμματα. Εντούτοις, είναι μία διαδικασία που κρίνεται ως εφικτή, αρκεί να υπάρξει συνεργασία φορέων της διοίκησης και τοπικών φορέων. Και ειδικών επιστημόνων οι οποίοι θα κληθούν να προσφέρουν τις εξειδικευμένες γνώσεις τους στο αντικείμενο. Και μετά, ορισμένοι από αυτούς τους χώρους, αυτοί που πληρούν τις προϋποθέσεις, ένας-ένας θα αρχίσουν -μετά από παρεμβάσεις ενδεχομένως- να ανοίγουν, να αναδεικνύονται, να αποδίδονται στους ερευνητές ή και το ευρύτερο κοινό.