Πολλά λατομεία σε όλο τον κόσμο βρίσκονται μέσα ή συνορεύουν με προστατευμένες περιοχές υψηλής βιοποικιλότητας. Για παράδειγμα, ολόκληρη η έκταση του λατομείου ποζολάνης στην Ξυλοκερατιά της Μήλου καθώς και η παράκτια περιοχή δίπλα στο ορυχείο προστατεύεται από το δίκτυο NATURA. Σε αυτή την περιοχή αναγνωρίζονται δυο απειλούμενα είδη: το φίδι “vipera schweizeri” και η φώκια “monachus monachus”. Το λατομείο ασβεστόλιθου Pennsuco (Φλόριδα, ΗΠΑ), το οποίο βρίσκεται σε προστατευόμενη περιοχή της επαρχίας Miami-Dade που είναι γνωστή ως η «Ζώνη των Λιμνών» (Lake Belt της Florida). Το λατομείο αδρανών υλικών Center Sand (Φλόριδα, ΗΠΑ) βρίσκεται δίπλα σε εθνικό δρυμό, περιοχή προστασίας για τα απειλούμενα είδη Neoseps reynoldsi και Gopherus polyphemus. Όλα τα παραπάνω λατομεία διαχειρίζεται με επιτυχία η ΤΙΤΑΝ ΑΕ.
H εμπειρία από την μέχρι σήμερα λειτουργία σχετικών εξορυκτικών δραστηριοτήτων εντός ζωνών προστασίας (τόσο στη χώρα μας όσο και σε άλλες χώρες της ΕΕ) αλλά και μελέτες αποτίμησης της βιοποικιλότητας, έχει καταδείξει ότι δεν είναι οι συγκεκριμένες δραστηριότητες που έχουν πρωταγωνιστήσει στην συνολική απομείωση πληθυσμών ή στην αρνητική πορεία της κατάστασης προστατευόμενων ειδών (22% των οικοτόπων αναφέρονται ως έχοντες ακατάλληλο καθεστώς διατήρησης ενώ 6,8% ως έχοντες κακό καθεστώς διατήρησης). Πρόσφατη έρευνα του ΤΕΕ για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι 27 Φορείς Διαχείρισης των προστατευόμενων περιοχών (1,7 εκατ. εκτάρια) κατέδειξε ως βασικές οχλούσες ανθρωπογενείς παρεμβάσεις την έντονη τουριστική ανάπτυξη, την υπερβόσκηση, την παράνομη θήρα, την υλοτομία, την αυθαίρετη απόθεση απορριμμάτων αλλά και την αλληλοκάλυψη διαχειριστικών ευθυνών καθώς και την απουσία ή αδυναμία συντήρησης των υποδομών διαφύλαξης (πχ. αντιπυρική προστασία) και παρακολούθησης (monitoring). Tα ίδια περίπου αποτελέσματα προκύπτουν από τις επίσημες εκθέσεις που υποβάλλει η Ελλάδα στην ΕΕ σχετικά με το καθεστώς διατήρησης της βιοποικιλότητας, βάσει του άρθρου 17 της οδηγίας «Habitat».
Το ποσοστό της χερσαίας επιφανείας της χώρας που εντάσσεται σε διάφορες ζώνες οικοτόπων και περιβαλλοντικά προστατευόμενων περιοχών (Natura 2000 με Ζώνες Ειδικής Προστασίας ΖΕΠ και οικοτόπους, Ειδικές Ζώνες Διατήρησης ΕΖΔ, Εθνικοί Δρυμοί, Υγρότοποι Ραμσάρ, Καταφύγια άγριας Ζωής κλπ ) υπερβαίνει πλέον το 27%, ενώ την ίδια στιγμή η δέσμευση εντός αυτών βεβαίων και πιθανών αποθεμάτων ορυκτού πλούτου εκτιμάται ότι αποτελεί σημαντικό ποσοστό του συνολικού δυναμικού ορυκτών πόρων που διαθέτει η χώρα. Εξάλλου, η εξορυκτική δραστηριότητα ως γνωστόν, πλην εκείνης που αφορά τα κατεξοχήν αδρανή υλικά, συναρτάται απόλυτα με τους χώρους εύρεσης των κοιτασμάτων και επομένως δεν είναι δυνατόν να «προβλεφθεί» ή να «αποφευχθεί» η τυχόν χωροθέτησή της εκ των προτέρων. Η δυνατότητα ύπαρξης και λειτουργίας του εξορυκτικού κλάδου εξαρτάται αποκλειστικά από την προσπελασιμότητα των πρώτων υλών, εκεί όπου η φύση έδωσε το ορυκτό απόθεμα.
Συνεπώς, αν δεν θέλουμε να αναστείλουμε πλήρως την εξορυκτική δραστηριότητα και την εκμετάλλευση του ορυκτού μας πλούτου, πρέπει να βρούμε έναν τρόπο συνύπαρξης της παραγωγικής αυτής δραστηριότητας με τα φυσικά ενδιαιτήματα, τους οικοτόπους και την βιοποικιλότητα κάθε είδους. Με την έννοια ότι ορισμένοι τόποι υπό ορισμένες επίσης προϋποθέσεις είναι δυνατόν να φιλοξενήσουν αμφότερα ενδιαιτήματα και παραγωγικές δραστηριότητες. Εξαιρουμένων ορισμένων περιοχών όπου η εξόρυξη ενδεχομένως (πρέπει να) απαγορεύεται καθολικά (πχ. περιοχές απόλυτης προστασίας των θεσμοθετημένων Εθνικών Δρυμών, Φυσικά πάρκα, Αισθητικά Δάση, Διατηρητέα Μνημεία της Φύσης κλπ. με συγκεκριμένες προϋποθέσεις/απαγορεύσεις για την άσκηση των διαφόρων δραστηριοτήτων στα όρια τους), το ζητούμενο είναι να τεθεί σαφές κανονιστικό πλαίσιο που να ρυθμίζει τον τρόπο με τον οποίο οι εξορυκτικές δραστηριότητες που χωροθετούνται εντός ή πλησίον «προστατευόμενων περιοχών» θα είναι σε θέση σε κάθε περίπτωση να συμβιβαστούν με τις επιταγές της περιβαλλοντικής προστασίας και να συνεχίσουν να υφίστανται, ειδάλλως να ματαιωθούν.