NATURA 2000 & ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ/ΔΑΣΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ

Εξορυκτική δραστηριότητα εντός δικτύου ΦΥΣΗ 2000 και νομολογία του ΣτΕ

Είναι γνωστό ότι οι Οδηγίες 79/409/ΕΟΚ και 92/43/ΕΟΚ που συνθέτουν το Δίκτυο Φύση 2000 δεν απαγορεύουν την χωροθέτηση εξορυκτικών δραστηριοτήτων εντός περιοχών του δικτύου και εκτός οικοτόπων προτεραιότητας. Αντίθετα, τίθενται οι περιοριστικοί όροι που αφορούν την διαφύλαξη της ακεραιότητας του δικτύου λαμβανομένων υπ’ όψιν των στόχων διατήρησής του, ενώ προβλέπεται ειδική «appriopriate» εκτίμηση των επιπτώσεων στο άρθρο 6 παρ. 3 της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ.

Παράλληλα, τόσο η νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (αποφάσεις του ΔΕΚ C-127/02, C-157/96, C-236/91), όσο και η Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (ενδεικτικά αποφάσεις υπ’ αρθ. ΣτΕ 2059/2007ΤΜ.Ε΄, ΣτΕ 2547/2005, ΣτΕ 2240/1999 κλπ.) δεν θεωρούν εκ των προτέρων την όποια παραγωγική δραστηριότητα, περιλαμβανομένης και της εξορυκτικής, ασύμβατη με μια προστατευόμενη περιοχή, υπό την προϋπόθεση ότι η οικεία Μ.Π.Ε. θα περιέχει ειδικότερους όρους για την αυξημένη προστασία της περιοχής, που πάντως δεν θα καθιστούν, τελικά την παραγωγική δραστηριότητα απαγορευτική.

Περαιτέρω και με αφορμή το έργο των κοιτασμάτων Βωξίτη στη Φωκίδα (ΣτΕ 1990/2007) έχει κριθεί ότι η έγκριση περιβαλλοντικών όρων ενός έργου εντός περιοχής του δικτύου ΦΥΣΗ 2000 παρίσταται νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη, εφ’ όσον ληφθεί υπ’ όψιν και εκτιμηθεί η ένταξη της περιοχής στο δίκτυο, εφ’ όσον εντοπισθεί η ακριβής θέση των επί μέρους έργων και δραστηριοτήτων εντός της προστατευομένης περιοχής, εφ’ όσον εκτιμηθούν οι επιπτώσεις της αναπτύξεως των συγκεκριμένων έργων στην περιοχή αυτή και εφ’ όσον προβλεφθεί δέσμη μέτρων, η οποία κατά την ουσιαστική και ανέλεγκτη ακυρωτικά κρίση της Διοικήσεως εξασφαλίζει την αποτελεσματική προστασία της ως άνω περιοχής από τις δραστηριότητες που τελικώς επιτρέπονται (ΣτΕ 1990/2007, σκ. 14).

Εξάλλου, κατά την Οδηγία 92/43/ΕΟΚ, η εκτέλεση ενός έργου είναι δυνατόν να επιτραπεί ακόμα και παρά τα αρνητικά συμπεράσματα της εκτίμησης των επιπτώσεων και ελλείψει εναλλακτικών λύσεων για λόγους επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος με τη λήψη αντισταθμιστικών μέτρων και υπό τους όρους και προϋποθέσεις του άρθρου 6 παρ. 4, γεγονός που μας οδηγεί στη στάθμιση του περιβαλλοντικού κόστους και κατά το ελληνικό δίκαιο και την εφαρμογή του άρθρου 106 του Συντάγματος.

Η προβλεπόμενη κατά την περιβαλλοντική αδειοδότηση διαδικασία της «στάθμισης» (“appropriate assessment”), εφόσον εφαρμόζεται συνετά από τη διοίκηση και στο υψηλότερο δυνατόν διοικητικό επίπεδο, είναι δυνατόν να διασφαλίζει στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, την αντικειμενικότητα, τη μέριμνα για το φυσικό περιβάλλον, τους οικοτόπους και τη βιοποικιλότητα, την ορθή εκτίμηση θετικού ή αρνητικού τελικού «ισοζυγίου» λαμβανομένης υπόψιν και της οικονομικής βιωσιμότητας των υπό εκμετάλλευση ορυκτών πόρων.

Σε κάθε περίπτωση που η «στάθμιση» αφενός της εκτιμώμενης περιβαλλοντικής βλάβης στο φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον και αφετέρου της εκτιμώμενης ωφέλειας, σε τοπικό, περιφερειακό ή εθνικό επίπεδο κατά περίπτωση σε συνδυασμό, δεν οδηγεί σε συγκερασμό τους κατά τρόπο που θα διασφαλίζει τη ισόρροπη και βιώσιμη ανάπτυξη, όπως επιτάσσει ο συντακτικός νομοθέτης και έχει δεχθεί η νομολογία του ΣτΕ, υφίσταται η δυνατότητα από την διοίκηση ενδελεχούς επανεξέτασης ή/και απόσυρσης του προταθέντος σχεδίου ή έργου.

Σχετικά Άρθρα