ΕΘΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΠΥΕΝΕΡΓΕΙΑΚΑ ΟΡΥΚΤΑΕνεργειακή Μετάβαση

Αντιλιγνιτική πολιτική με πρόσχημα την κλιματική μεταβολή

του Ευστάθιου Χιώτη*

Με Ευρωπαϊκό στόχο τη μείωση εκπομπών θερμοκηπίου το 2030 κατά 62% με έτος βάσης το 2005, η Ελλάδα πέτυχε ήδη το 2021 μείωση 63% και προβλέπει μείωση ρεκόρ κατά 92% το 2030. Συνεπώς, με περιβαλλοντικά κριτήρια η Ελλάδα έχει το περιθώριο να λειτουργήσει τους λιγνιτικούς σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής και μετά το 2030 και να είναι άνετα μέσα στον προβλεπόμενο από την ΕΕ  στόχο. Η Γερμανία μάλιστα σχεδιάζει  να διατηρήσει τον άνθρακα στο ενεργειακό μείγμα μέχρι το 2038.

Συγκεκριμένα, εάν συνεχιστεί η λειτουργία της λιγνιτικής μονάδας Πτολεμαΐδα 5 μέχρι το 2030 η μείωση ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα θα είναι 84%, και πάλι πολύ υψηλότερα από το στόχο της ΕΕ. Πέρα από κάθε αμφιβολία, η επίκληση της κλιματικής μεταβολής είναι προσχηματική.  Ο εξοβελισμός του λιγνίτη δεν είναι θέμα «περιβαλλοντικής ευαισθησίας». Είναι καθαρά πολιτική επιλογή με κερδισμένους και χαμένους, ένα καυτό θέμα που θα παρουσιάσουμε σε επόμενο άρθρο.

Εισαγωγή

Εξετάζεται η δυνατότητα συμβολής του λιγνίτη κατά την τρέχουσα περίοδο ενεργειακής μετάβασης, υπό τον όρο αυστηρής συμμόρφωσης με τους περιβαλλοντικούς στόχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Το θέμα είναι επίκαιρο, καθώς τον Οκτώβρη 2023 υποβλήθηκε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή το Εθνικό Σχέδιο Ενέργειας και Κλίματος (ΕΣΕΚ) αναθεωρημένο και προβλέπει πλήρη διακοπή των λιγνιτικών θερμοηλεκτρικών σταθμών σταδιακά μέχρι το 2028.

Το σκεπτικό είναι επιγραμματικό και δεν τεκμηριώνεται: «Η απεξάρτηση της οικονομίας από το ρυπογόνο καύσιμο του λιγνίτη αποτελεί βασική προτεραιότητα της Ελληνικής Κυβέρνησης. Οι λόγοι που καθιστούν την απολιγνιτοποίηση επιτακτική ανάγκη είναι και περιβαλλοντικοί λόγω του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής αλλά και οικονομικοί λόγω της αυξητικής πορείας των τιμών εκπομπών ρύπων».

Στο άρθρο αυτό εξετάζεται ο αφορισμός για τους περιβαλλοντικούς λόγους. Χωρίς αμφιβολία δεν επιβάλλεται από την ενεργειακή πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως προκύπτει από το αντίστοιχο Γερμανικό Πρόγραμμα.  Στο Σχέδιο Ενέργειας της Γερμανίας προβλέπεται η χρήση εγχώριου λιγνίτη και εισαγόμενου λιθάνθρακα μέχρι το 2030 και στη συνέχεια εισαγόμενου λιθάνθρακα μόνο μέχρι το 2038. Και βέβαια με την ίδια «αυξητική πορεία των τιμών εκπομπών ρύπων» που ισχύει και για την Ελλάδα. Σημειώνεται συγκριτικά ότι στη Γερμανία, και μόνο μέχρι το 2030, προγραμματίζεται παραγωγή 4300 TWh ηλεκτρικής ενέργειας από άνθρακα.  Αθροιστική παραγωγή χίλιες φορές μεγαλύτερη από την ετήσια παραγωγή της υπερσύγχρονης Ελληνικής Μονάδας Πτολεμαΐδα 5 που λειτούργησε για πρώτη φορά εφέτος και που το ΕΣΕΚ επιβάλει, χωρίς προσχηματική έστω τεκμηρίωση, την κατάργησή της σε πέντε χρόνια.

Όσον αφορά τις επιφυλάξεις για το λιγνίτη, το «ρυπογόνο καύσιμο» όπως αναφέρεται στο ΕΣΕΚ, υπενθυμίζεται ότι αξιοποιείται και στη Γερμανία με την ίδια τεχνολογία και εκεί βέβαια διαμαρτύρονται, αλλά για τη χρήση γης και τον εκτοπισμό χωριών. Η σύγχρονη τεχνολογία έχει επιλύσει το θέμα των περιβαλλοντικών επιπτώσεων των λιγνιτικών σταθμών στη Γερμανία και στην Ελλάδα.

Για να εκτιμηθεί η διάσταση αντιλήψεων και ενεργειακής πολιτικής, σημειώνεται ότι πρόσφατα ο γερμανικός ενεργειακός γίγαντας RWE έχει αρχίσει να αποσυναρμολογεί ανεμογεννήτριες, κοντά στο εκτεταμένο επιφανειακό ανθρακωρυχείο Garzweiler στη Βόρεια Ρηνανία – Βεστφαλία, με την πρόθεση να επεκτείνει γειτονικό λιγνιτωρυχείο. Ακραίες καταστάσεις, θα συμφωνήσω. Έγιναν και στην Ελλάδα βεβαίως μετατοπίσεις χωριών, αλλά με αποχρώντα εθνικό λόγο και  ικανοποιητικούς όρους, από την κρατική τότε ΔΕΗ χάριν του δημοσίου συμφέροντος. Σημειώνεται παρεμπιπτόντως, ότι θα ήταν εύλογο να εξετασθεί η απόδοσή των γαιών με το κλείσιμο των λιγνιτωρυχείων σε δημόσιο καθεστώς, για ψυχαγωγία ή καλλιέργειες ή κοινωφελή χρήση, όταν δεν θα εξυπηρετούν πλέον τον σκοπό της απαλλοτρίωσης, την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.

Από την άλλη πλευρά, με τον περιορισμό του λιγνίτη στο 10 έως 15% του ενεργειακού μείγματος, η Ελλάδα βρίσκεται στην προπορεία των χωρών που ακολουθούν τους Ευρωπαϊκούς στόχους. Μήπως όμως φθάσαμε στα όρια της υπερβολής και είμαστε «βασιλικότεροι του βασιλέως»; Αυτό ακριβώς είναι το θέμα μας.

Ο στόχος βάσει του οποίου εκπονήθηκε το ΕΣΕΚ είναι ατυχώς παρωχημένος,  γιατί εφαρμόζεται ως βάση αναφοράς το έτος 1990, επιλογή που αναθεωρήθηκε. Όπως  τεκμηριώνεται αριθμητικά στη συνέχεια, ο αναθεωρημένος στόχος ευνοεί την Ελλάδα και κάνει εντύπωση ότι δεν αξιοποιήθηκε από το ΥΠΕΝ.

Ανεξάρτητα από τις πολιτικές επιλογές, η υπηρεσιακή παρακολούθηση των εκπομπών θερμοκηπίου, σε γραφειοκρατικό επίπεδο,  είναι μεθοδική και εξαντλητική. Η Ετήσια Εθνική Απογραφή Αερίων Θερμοκηπίου 1990-2021 (Απρίλης 2023) υποδηλώνει εξειδικευμένους επιστήμονες και κατάλληλο λογισμικό.

Υπάρχει όμως και εδώ θέμα εις βάρος του λιγνίτη, διότι σιωπηρά χρησιμοποιούνται στο λογισμικό συντελεστές που επιβαρύνουν τον λιγνίτη με υπέρμετρη αναλογία εκπομπής μεθανίου, ενώ ευνοούν το φυσικό αέριο και μηδενίζουν στην πράξη τις εκπομπές μεθανίου. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι σε κρατικό επίπεδο υπάρχει κενό μετρήσεων εκπομπών, ελέγχου και αξιόπιστης πληροφόρησης, αντικείμενο που δεν έχει θεσμοθετηθεί και θα μπορούσε να υπηρετήσει καλλίτερα μια Ανεξάρτητη Αρχή Περιβάλλοντος με την απαραίτητη θεσμική εξουσιοδότηση.

Ευρωπαϊκοί στόχοι μετριασμού εκπομπών και έτος βάσης

Διάγραμμα του ΥΠΕΝ για τις εκπομπές ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα την περίοδο 1990-2021).

Στο αναθεωρημένο σχέδιο της Ελλάδος υποστηρίζεται ότι «Μεταξύ των στόχων που τέθηκαν για τα κράτη μέλη της ΕΕ στα Εθνικά Σχέδια για την Ενέργεια και το Κλίμα είναι η μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου κατά 55% έως το 2030 σε σχέση με το επίπεδο εκπομπών του 1990». Δεν είναι όμως έτσι. Στους τομείς για τους οποίους ισχύει το σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EU ETS), μεταξύ των οποίων και η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, ο στόχος μείωσης εκπομπών έγινε αυστηρότερος με απόφαση του Δεκέμβρη 2022. Έναντι του παλαιότερου στόχου (μείωση κατά 55% έως το 2030 σε σχέση με το επίπεδο εκπομπών του 1990), ο νέος στόχος προβλέπει μείωση των εκπομπών κατά 62% μέχρι το 2030, αλλά σε σύγκριση με το έτος 2005.

Περιέργως εκ πρώτης όψεως, αλλά δικαιολογημένα, η τροποποίηση αυτή ευνοεί την Ελλάδα γιατί χρονικά συμπίπτει με τη διείσδυση φυσικού αερίου εις βάρος του λιγνίτη και με τη βαθμιαία μείωση των εκπομπών στην ηλεκτρική ενέργεια. Είναι σαφές από το διάγραμμα του ΥΠΕΝ ότι το 1990 ως έτος βάσης αδικεί την Ελλάδα διότι παραβλέπει τις ενδιάμεσες δραστικές μειώσεις μετά το 2005, καθώς η απολιγνιτοποίηση στην ηλεκτρική ενέργεια ξεκίνησε βαθμιαία ήδη από το 2005 (διότι δυστυχώς δεν έγιναν οι απαραίτητες επενδύσεις εκσυγχρονισμού σε νέες λιγνιτικές μονάδες βελτιωμένης τεχνολογίας).

Η επιλογή του έτους βάσης δεν έχει καθιερωθεί δεσμευτικά στις διεθνείς συμφωνίες. Το Πρωτόκολλο του Κιότο εγκρίθηκε το Δεκέμβρη 1997, αλλά τέθηκε σε ισχύ το Φεβρουάριο 2005, έτος που εύλογα θα ήταν σημείο αναφοράς. Στο Κιότο υιοθετήθηκε ο γενικός στόχος  μείωσης των συγκεντρώσεων αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα σε «επίπεδο που θα αποτρέψει την επικίνδυνη ανθρωπογενή παρέμβαση στο κλιματικό σύστημα». 

Στη συμφωνία των Παρισίων διαμορφώθηκαν Εθνικές Προτάσεις Μείωσης Εκπομπών και το έτος βάσης αφέθηκε στην επιλογή των κρατών. Στις περισσότερες περιπτώσεις επιλέχθηκε έτος  με  υψηλό επίπεδο εκπομπών.   Για τις Ηνωμένες Πολιτείες, αυτό ήταν το 2005, όταν οι σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής με καύση άνθρακα παρήγαγαν το 50% της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας των ΗΠΑ, σε σύγκριση με 19% για το φυσικό αέριο. Έκτοτε η πορεία ήταν πτωτική για τον άνθρακα, καθώς το 2005 σηματοδότησε την επικράτηση υδραυλικής ρωγμάτωσης (fracking) που έκανε το φυσικό αέριο το φθηνότερο ορυκτό καύσιμο στην αγορά, και μάλιστα με συντελεστή εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα μειωμένο περίπου στο μισό.

Η υπέρβαση του στόχου στην Ελλάδα

Ας δούμε τώρα με τα ελληνικά δεδομένα πως επηρεάζει η επιλογή του έτους βάσης στο 2005 και πόσο κοντά είμαστε στον ευρωπαϊκό στόχο. Στην Ετήσια Εθνική Απογραφή Αερίων Θερμοκηπίου 1990-2021 του ΥΠΕΝ (Απρίλης 2023, σελίδα 120-121), στον Πίνακα 3.15 οι εκπομπές για τα έτη 1990, 2005 και 2021  είναι αντίστοιχα 40,77 / 54,51 / 20,17 εκατομμύρια τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα. Με έτος βάσης το 1990, η μείωση το  2021 υπολογίζεται σε 50,5%, ενώ με βάση το 2005  είναι 63%.

Για το έτος 2030 η συνολική ηλεκτρική παραγωγή από τον Πίνακα 10 του Σχεδίου του ΥΠΕΝ είναι 64,6 TWh και το ανθρακικό αποτύπωμα 0,059 tCO2/MWh, οπότε οι συνολικές εκπομπές ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα υπολογίζονται σε 3,8 tCO2. Συνεπώς, η μείωση διοξειδίου του άνθρακα το 2030 με έτος βάσης το 2005, σύμφωνα με το Σχέδιο που υποβλήθηκε θα είναι 93%, πέραν από κάθε προσδοκία υψηλή. 

Η Ελλάδα επομένως έχει το περιθώριο να συνεχίσει την καύση του εθνικού καυσίμου, του λιγνίτη, και μετά το 2030 και να είναι άνετα μέσα στον προβλεπόμενο από την ΕΕ  στόχο μείωσης κατά 62%.  Πιο συγκεκριμένα, εάν συνεχιστεί η λειτουργία της λιγνιτικής μονάδας Πτολεμαΐδα 5 μέχρι το 2030 οι εκπομπές θα αυξηθούν κατά 5 εκατομμύρια τόνους και η ηλεκτρική παραγωγή θα αυξηθεί κατά 4,5 TWh, οπότε η μείωση ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα θα είναι 84% και πάλι πολύ υψηλότερα από το στόχο της ΕΕ.

Πέρα από κάθε αμφιβολία, ο εξοβελισμός του λιγνίτη δεν είναι θέμα «περιβαλλοντικής ευαισθησίας». Είναι καθαρά πολιτική επιλογή με κερδισμένους και χαμένους, ένα καυτό θέμα που θα παρουσιάσουμε σε επόμενο άρθρο.


  • Οι απόψεις είναι του συγγραφέως. Ο Ευστάθιος Χιώτης είναι Δρ. Μεταλλειολόγος Μηχανικός ΕΜΠ, Μηχανικός Πετρελαίων Imperial College, πρώην διευθυντής στη Δημόσια Επιχείρηση Πετρελαίων και στο Ινστιτούτο Γεωλογίας και Ερευνών Υπεδάφους.

https://independent.academia.edu/Chiotis

https://www.researchgate.net/profile/Eustathios_Chiotis

https://energypress.gr/search-content?keys=%CE%A7%CE%B9%CF%8E%CF%84%CE%B7%CF%82

Σχετικά Άρθρα