Τις δύο τελευταίες δεκαετίες η Βιομηχανική Αρχαιολογία (Industrial Archaeology) και η Διαχείριση της Κληρονομιάς (Heritage Management), δύο νέοι επιστημονικοί κλάδοι, ασχολούνται με τη μελέτη της βιομηχανικής κληρονομιάς και τον προσδιορισμό κατάλληλων τύπων και επιπέδων χρήσης της.
Η βιομηχανική αρχαιολογία είναι ο διεπιστημονικός κλάδος, που συνθέτει τα πορίσματα ιστορικών, αρχαιολόγων, αρχιτεκτόνων, κοινωνιολόγων, μέσα από τα υλικά της κατάλοιπα, (αρχιτεκτονικά κελύφη, μηχανολογικό εξοπλισμό, αρχεία, τεχνικές παραγωγής, κ.ά.) προκειμένου να ερμηνεύσει τις επιδράσεις της βιομηχανίας στην οργάνωση και εξέλιξη της κοινωνίας, της οικονομίας, και του αστικού χώρου.
Το επιστημονικό πεδίο της Διαχείρισης αντλώντας στρατηγικές από τον κόσμο των επιχειρήσεων (π.χ. τη διοίκηση/management και την προώθηση/marketing) προσεγγίζει τη βιομηχανική κληρονομιά όχι μόνο ως ιστορική και πολιτιστική αξία, αλλά ως δυναμικό παράγοντα που μπορεί να συμβάλει στην αναδιάρθρωση μιας περιοχής και της οικονομίας της.
Κάθε σύγχρονη παρέμβαση σε βιομηχανικό τόπο – ανεξάρτητα από την κλίμακά της, π.χ. σύσταση ενός κτιρίου, ή ακόμη, η επανα-ανάπτυξη ενός ολόκληρου τομέα – είναι “προβαλλόμενη”, υλικά και νοητικά, στο πεδίο παρέμβασης και καταλήγει σ’ ένα πλέγμα ισχυρών σχέσεων με το περιβάλλον -φυσικό, κοινωνικό και πολιτιστικό-ή αλλιώς, δυνάμει της συμμετοχής της στη συνολική πολιτιστική παραγωγή. Ο στόχος του προγράμματος πρέπει να είναι, η διατήρηση όχι μόνο του κτιρίου, αλλά επίσης των πολιτιστικών αξιών του (αισθητικές ή αρχιτεκτονικές αρετές, δομική καινοτομία, τυπολογία, ιστορικοί συσχετισμοί, κλπ.).
Βασική πρόκληση αποτελεί η εύρεση της σωστής ισορροπίας μεταξύ διατήρησης και μεταβολής. Η συντήρηση, σχεδόν από την ετυμολογία της, συμφιλιώνει την επιθυμία για συνέχεια με την εισαγωγή νέων χρήσεων, και την αμιγή διατήρηση με την ανάγκη εκσυγχρονισμού της δομής και της εικόνας ενός κτιρίου. Η επανάχρηση είναι παρακινδυνευμένη, αλλά η πιθανότητα αποτυχίας μπορεί να μειωθεί με τη χρήση Μελέτης Εφικτότητας, μεθόδου που αρχικά προτάθηκε τη δεκαετία του 1980 από Βρετανούς αρχιτέκτονες ως σημαντικό αρχικό στάδιο σε κάθε σχέδιο συντήρησης.
Μια Μελέτη Σκοπιμότητας & Βιωσιμότητας περιλαμβάνει ενότητες που αφορούν: α) την τεκμηρίωση ενός τόπου ή κτιρίου και της ιστορικής και πολιτιστικής σημασίας του, β) θέματα όπως: έκθεση κατάστασης του κτιρίου, ιδιοκτησίας, πόρων, προσδοκίες του κοινού, γ) συνοπτική οικονομική έκθεση και σχέδιο αγοράς, δ) Τεχνική Έκθεση για την κατάσταση διατήρησής του και προσδιορισμός πολιτικών συντήρησης (με σχέδια του υπάρχοντος και προτεινόμενου πεδίου παρέμβασης).
Τέσσερα βασικά χαρακτηριστικά λαμβάνονται υπόψη: η διατήρηση της πολιτισμικής ταυτότητας και φυσιογνωμίας, η προσέλκυση επισκεπτών, ο άμεσος ή έμμεσος εκπαιδευτικός χαρακτήρας της και η συμβολή της στην οικονομική ανάκαμψη.
Ειδικότερα, η γεω-μεταλλευτική κληρονομιά, αποτελεί μια κατηγορία που απαιτείται η ειδική ματιά του γεωλόγου και του μηχανικού μεταλλείων-μεταλλουργού μηχανικού. Οι χώροι εξόρυξης αλλά και επεξεργασίας συνδέονται με τις βασικές πρώτες ύλες για την εξέλιξη της κοινωνίας και της οικονομίας διαχρονικά.
Στην παρακάτω εργασία της κα. Μ. Μαρμάνη (εισήγηση στην εκδήλωση «Αρχαία και Σύγχρονα Λατομεία-Μεταλλεία-Λιγνιτωρυχεία Ν.Α. Αττικής») γίνεται εκτενής αναφορά στο Λαύριο και επίσης προτάσεις για την ανάδειξη της βιομηχανικής και πολιτιστικής κληρονομιάς τη Λαυρεωτικής.