ΑΡΘΡΑΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑΕΞΟΡΥΚΤΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ

Η μείωση του λιγνίτη στο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα. Συνέπειες και κίνδυνοι (Ι)

[του Σ. Μποζίνη*, Μεταλλειολόγου Μηχ. ΕΜΠ, ΔΕΗ ΑΕ ΛΚΔΜ]

Δεν περνάει απαρατήρητη από κανέναν η προτεινόμενη μεγάλη μείωση του ποσοστού του Εθνικού μας καυσίμου, του Λιγνίτη, από το ΕΘΝΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΛΙΜΑ, στο ιδιαίτερα χαμηλό νούμερο του 17% για το 2030. Ηταν αναμενόμενο από όλους ότι το ποσοστό της συμμετοχής στο Ενεργειακό μείγμα θα μειωνόταν, όσο αναπτύσσονται οι ΑΠΕ.

Στο 1ο Περιφερειακό συνέδριο της Δ. Μακεδονίας πέρυσι και σε συνάντηση όλων των φορέων με τον Υπουργό του ΥΠΕΝ ανακοινώθηκε επίσημα ότι στόχος της κυβέρνησης είναι να κρατήσει σε ικανό ποσοστό το λιγνίτη στο μείγμα (βέβαια με συμμόρφωση και αναβάθμιση των Μονάδων της παραμένουσας Θερμικής-λιγνιτικής Ισχύος) δηλαδή στο 28%. Το 17% ξεφεύγει από κάθε λογικό όριο για λόγους Εθνικής και Ενεργειακής ασφάλειας.

Επειδή η παράθεση πολλών πινάκων είναι κουραστική και πολλές φορές ακατάληπτη από μη ειδικούς, θα γίνει μόνο μια συγκριτική προσέγγιση μεταξύ της χώρας μας και της Γερμανίας, που όπως και να το κάνουμε αποτελεί τον οδηγό της Ευρωπαικής Ηλεκτρικής αγοράς, έχοντας αναπτύξει όλες τις μορφές ενέργειας στο χαρτοφυλάκιό της και κυρίως τις ΑΠΕ, τα τελευταία 15 χρόνια. (Τα στοιχεία για τη Γερμανία έχουν ληφθεί από το Electricity map και μπορεί να διαφοροποιούνται ελαφρώς).

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ – ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΟΥ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟΥ ΜΕΙΓΜΑΤΟΣ ΤΟ 2018

Η εικόνα της ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ :

Η Γερμανία παρότι έχει γεμίσει το σύστημα της με ΑΠΕ –περίπου 60% της εγκατ. ισχύος- εξακολουθεί να καίει άνθρακα (22% της εγκατ. Ισχύος από λιγνίτη και 14% από άνθρακα) σε ποσοστό σήμερα άνω του 40%, καίγοντας περίπου 25% εγχώριο λιγνίτη και 15% εισαγόμενο λιθάνθρακα. Το Φ. αέριο συμμετέχει στο ετήσιο μίγμα με ποσοστό περίπου 14-15%. Ο λόγος απλός. Είναι εισαγόμενο και ακριβότερο.

Εγχώρια ¨καύσιμα¨ για τη Γερμανία (όπως και στην Ελλάδα) αποτελούν ο λιγνίτης και οι ΑΠΕ. Είναι λογικό να παραμένουν ακόμη στο σύστημα οι Λιγνιτικοί τους σταθμοί και να διαβάζουμε καθημερινά ότι οι Γερμανοί δε θα πιάσουν τους στόχους για το 2020. Παρ όλες τις προθέσεις λοιπόν και τις διακηρύξεις του Παρισιού έχουν μείνει πιο πολύ στα λόγια, διότι δεν είναι και τόσο πρόθυμοι να εξαρτώνται παραπάνω απ όσο χρειάζεται από το Ρώσικο Φ.Α. Πόσο μάλιστα που πρέπει να κλείσουν και τα Πυρηνικά τους εργοστάσια, που συμμετέχουν σε ποσοστό 10-12% ετησίως. Αν λοιπόν αναγκασθούν να μειώσουν κάτι ως προς το CO2 αυτό θα είναι ο εισαγόμενος λιθάνθρακας. Όπως και να το δούμε τα νούμερα δεν τους βγαίνουν . Παρότι οι ΑΠΕ έχουν αναπτυχθεί στο μέγιστο και συνεχίζουν να στρέφονται προς τα Υπεράκτια Αιολικά ( οι τελευταίοι τους διαγωνισμοί δείχνουν μια μεγάλη κόπωση κυρίως στα χερσαία Αιολικά, με αποχή σχεδόν των επενδυτών από αυτά), η ενεργειακή τους επάρκεια συχνά διασφαλίζεται από εισαγωγές, χωρίς να ξεχνάμε το χειμώνα του 2016-17., όπου οι ΑΠΕ (Αιολικα + Φ/Β) στη Γερμανία είχαν πέσει σε ποσοστό κάτω του 5% σε ημερήσια βάση και κάτω του 1% !! σε ωριαία, λόγω καιρικών συνθηκών και πλήρους άπνοιας. Είναι βέβαια διασυνδεδεμένοι με όλες τις γειτονικές χώρες, μπορώντας να εισάγουν όταν έχουν πρόβλημα και να εξάγουν τους μήνες που φυσάει, την περίσσεια (λόγω στοχαστικότητας και συνεπώς απόρριψης στο εγχώριό τους σύστημα ) κυρίως της αιολικής τους ισχύος.

Χωρίς να κάνουμε τους μάντεις είναι πολύ δύσκολο έως απίθανο να μειώσουν το γενικό μείγμα του άνθρακα στο ενεργειακό τους ισοζύγιο κάτω του 25% -28% το 2030. Όπως έκαναν μέχρι σήμερα, θα κοιτάξουν το συμφέρον τους, το κόστος της Βιομηχανίας τους και τις τοπικές κοινωνίες, που άλλες εξαρτώνται από την τεράστια Βιομηχανία του λιγνίτη και άλλες αντιδρούν στη συνεχή εγκατάσταση Αιολικών δίπλα τους (γι αυτό και η στροφή στα Υπεράκτια Αιολικά).

Η εικόνα της ΕΛΛΑΔΑΣ :

Συγκριτικά παρότι το ποσοστό Εγκατεστημένης λιγνιτικής ισχύος σήμερα είναι το 22,5%, της συνολικής εγκατεστημένης, ίσο δηλαδή ποσοστό με αυτό της Γερμανία, όπως φαίνεται στον πίνακα, η συμμετοχή του Εθνικού μας καυσίμου το 2018 έχει περιορισθεί ήδη περί το 30%, ενώ ο άνθρακας στη Γερμανία σήμερα συμμετέχει με ποσοστό πάνω του 40%, όπως αναφέρθηκε.

Παρατηρώντας το ΕΣΕΚ διακρίνουμε ότι η πρόβλεψη-σχεδιασμός συμμετοχής του λιγνίτη πέφτει στις 9,3 TWh ετησίως το 2030 από 15 ΤWh το 2017 ήτοι στο 17% του μείγματος. Αυτό γίνεται θέτοντας:

  • υπερβολικούς στόχους που ξεπερνούν τους μέσους Ευρωπαικούς για το CO2 κατά πολύ
  • Θεωρώντας χωρίς οικονομική ανάλυση και με μόνο κριτήριο το λιγότερο CO2 που παράγει και όχι το κόστος στου, ότι το ενδιάμεσο καύσιμο για τη μετάβαση θα είναι το εισαγόμενο Φ. αέριο, μη υπολογίζοντας καν τα γεωπολιτικά ρίσκα με τους γείτονές μας (1) αλλά και την (2) καθ΄αυτού Ενεργειακή μας επάρκεια (2).

Για το (1) δε χρειάζεται ανάλυση. Η Τουρκία ελέγχει τους αγωγούς Φ.αερίου ανά πάσα στιγμή. (Παρεπιπτόντως καίει 42,5% άνθρακα).

Για το (2) είναι πλήρως αποδεδειγμένο εδώ και μια εικοσαετία, ότι και να φθάσουμε να έχουμε δεκάδες GW εγκατεστημένες ΑΠΕ ακόμη και …εκατοντάδες GW και με πλήρη διασπορά, όπως η Γερμανία, υπάρχουν περίοδοι του έτους αλλά και μέσα στην ημέρα που απλά δεν μπορούν να καλύψουν και να συμμετέχουν στο ενεργειακό μείγμα. Τη νύχτα, με άπνοια, με πολικό κρύο (όπως το χειμώνα 2016-17) οι ΑΠΕ συμμετείχαν ελάχιστα στην ενεργειακή ζήτηση και περάσαμε κρίση. Αν λοιπόν κλείσουν οι Θερμοηλεκτρικές Μονάδες και τα Ορυχεία μας, απλά δε θα υπάρχουν εφεδρείες και τα αποτελέσματα θα είναι τραγικά.

Εδώ πρέπει να γίνει μια αναγκαία παρένθεση, με χονδρικές προσεγγίσεις, διότι με το θέμα ασχολούνται χιλιάδες ειδικοί παγκοσμίως. Στους πίνακες του ΕΣΕΚ σελ. 215, για τη σταδιακή εικόνα της εγκατεστημένης Ισχύος ετών 2016-2040 παρατηρούμε το εξής: Εντάσσονται ΑΠΕ χρόνο με το χρόνο (με ετήσιο συντελεστή φόρτισης 25-27 % τα Αιολικά και 17,7 % τα Φ/Β, επί της ισχύος τους) και αποσύρεται Λιγνιτική ισχύς. Αυτή όμως η αναλογική αριθμητική απορρόφησης της Ισχύος των ΑΠΕ ισχύει μέχρι σήμερα, όπου η μέση ημερήσια ζήτηση ενέργειας στη χώρα είναι περί τα 6 GW. Σήμερα οι ΑΠΕ (Α/Γ και Φ/Β) συμμετέχουν με 16% στο ετήσιο μίγμα (9,1 TWh), με στόχο να φθάσουν στο 18% το 2020. Το 2018 η εγκατεστημένη ισχύς ΑΠΕ είναι περί τα 5 GW, δηλαδή το 83,3% (5/6), της μέσης ημερήσιας ζήτησης.

* οι διατυπωθείσες απόψεις δεσμεύουν τον συγγραφέα και μόνον

H Συνέχεια εδώ

Σχετικά Άρθρα