Έχουν περάσει ήδη δέκα χρόνια από τη δημοσίευση του μνημειακού βιβλίου του Lorenzo Lazzarini για την εξόρυξη, τη χρήση και τις ιδιότητες των εγχρώμων μαρμάρων της Ελλάδας: “Poikiloi lithoi, versiculores maculae: i marmi colorati della Grecia antica. Storia, uso, diffusione, cave, geologia, caratterizzazionescientifica, archeometria” Fabrizio Serra Editore, 2007.
Θυμάμαι τότε σε εκδήλωση που διοργάνωσε (Δεκέμβριος του 2007) η Ιταλική Αρχαιολογική Σχολή της Αθήνας και όπου παρουσιάστηκε το βιβλίο αυτό, είχε προκαλέσει το ενδιαφέρον του ελληνικού επιστημονικού κοινού, και οχι μόνο. Πράγματι, στο βιβλίο του αυτό που συμπυκνώνει πάνω από 30 χρόνων έρευνας στον τομέα, o καθηγητής Lorenzo Lazzarini (καθηγητής στο I.U.A.V, Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Αρχιτεκτονικής Βενετίας) μελέτησε δώδεκα χαρακτηριστικά είδη έγχρωμων ελληνικών λίθων από την νησιωτική και ηπειρωτική Ελλάδα: Πράσινο κροκεάτη λίθο (porfido verde antico, serpentino), ερυθρό και μαύρο λίθο Ταινάρου (rosso antico tenario, nero antico tenario), πράσινο μάρμαρο Ταινάρου (cipollino tenario), μαύρο και κόκκινο μάρμαρο Χίου (marmor chium or portasanta, nero antico chiota), σκυριανό μάρμαρο (breccia di settebasi and semesanto), καρύστιο πράσινο λίθο ( Il Marmor Carystium o Styrium, cipolino verde), ερυθρό μάρμαρο Χαλκιδικής (marmor chalcidicum ), κόκκινο μάρμαρο Ερέτριας ( fior di pesco), πράσινο μάρμαρο Θεσσαλίας (marmor thessalicum or verde antico) και πολύχρωμο λίθο Κοζάνης.
Εντούτοις, η προσέγγιση του βιβλίου Lazzarini είναι βασικά αρχαιομετρική. Γενικότερα, προτείνεται ως ένα σύγγραμμα που απευθύνεται σε πολλές ειδικότητες μελετητών της ιστορίας της Τέχνης, της Αρχιτεκτονικής, της Αρχαιολογίας, της Αρχαιομετρίας, στους συντηρητές έργων Τέχνης και στους συλλέκτες έργων Τέχνης και θαυμαστές της αρχαιότητας. Στο βιβλίο αντιμετωπίζεται με καθαρά επιστημονικό τρόπο η γεωλογία και η κοιτασματολογία των λίθων, η χρήση τους και η διακίνησή τους, τα λατομεία εξόρυξης, η χημική και ορυκτολογική τους σύνθεση, τα αρχαιομετρικά τους χαρακτηριστικά και οι μηχανισμοί φθοράς τους καθώς και ο συμβολισμός της χρήσης τους.
Τα έγχρωμα μάρμαρα, είναι έγχρωμοι κρυσταλλικοί λίθοι επιδεκτικοί επεξεργασίας, οι οποίοι χρησιμοποιήθηκαν για μεγάλες περιόδους στην νησιωτική αλλά και ηπειρωτική Ελλάδα ήδη από την εποχή του χαλκού και εν συνεχεία την κλασσική εποχή. Στην αρχιτεκτονική, ο όρος μάρμαρο εφαρμόζεται με την ευρεία έννοια, για κάθε πέτρωμα που είναι συμβατό στη χρήση για δομικούς ή διακοσμητικούς σκοπούς, λόγω ιδιαιτέρων φυσικών και τεχνικών ιδιοτήτων.
Κατά την Εποχή του Χαλκού χρησιμοποιήθηκαν στην ανακτορική αρχιτεκτονική της Κρήτης και της ηπειρωτικής Ελλάδας, στην ανοικοδόμηση μνημειωδών βασιλικών τάφων, στην κατασκευή μινωικών και μυκηναϊκών αγγείων, στη διακόσμηση όπλων και τη σφραγιδογλυφία.
Λόγω του έντονου χρωματισμού και της αισθητικής αξίας τους, απέκτησαν σύντομα μεγάλη εμπορική αξία ιδιαίτερα την εποχή της Ρωμαιοκρατίας κατά την οποία τα λατομεία εγχρώμων λίθων πολλαπλασιάζονται. Σε αντίθεση με τους Έλληνες, που χρησιμοποίησαν περιορισμένα τα έγχρωμα μάρμαρα κατά τους ελληνιστικούς χρόνους (Ορλάνδος, σ. 81), οι Ρωμαίοι επέδειξαν ιδιαίτερη προτίμηση γι’ αυτά και τα χρησιμοποίησαν σε όλη την έκταση της αυτοκρατορίας. Πράγματι, ο χώρος διακίνησης των λίθων αυτών ξεπερνούσε τις χώρες της Μεσογείου και της Βόρειας Αφρικής φθάνοντας μέχρι τις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης και την Μεγάλη Βρετανία ενώ ορισμένες περιπτώσεις έχει διαπιστωθεί ακόμα και σήμερα η χρήση τους και μάλιστα από τα ίδια λατομεία εξόρυξης (πχ. Καρύστιος πράσινος λίθος, cipolino verde). Tα μάρμαρα της Καρυστίας και της Νότιας Εύβοιας
Στην νεώτερη περίοδο και κυρίως κατά την Αναγέννηση και την εποχή του Μπαρόκ (Baroque, 1600-1750), πολλοί από τους λίθους αυτούς επαναχρησιμοποιήθηκαν, τόσο σε έργα αρχιτεκτονικής όσο και σε έργα γλυπτικής. Η κα Νικολία Ιωαννίδου, Δρ. αρχιτέκτονας, Ιστορίας Αρχιτεκτονικής Πανεπιστημίου Βενετίας (IUAV) στο άρθρο της με το οποίο παρουσιάζει το βιβλίο του καθηγητή L. Lazzarini, χρησιμοποιεί δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα για τη χρήση αυτή:
Το Palazzo Dario στο Canal Grande, από τα πλέον χαρακτηριστικά κτήρια της πρώτης αναγέννησης στην Βενετία με σαφείς βυζαντινές επιρροές. Ο ιδιοκτήτης του κτηρίου, ο Eλληνας διπλωμάτης και ευγενής στην υπηρεσία της Βενετίας, Ιωάννης Ντάριο αλλά και οι αρχιτέκτονες του έργου, έδωσαν ένα μοναδικό αισθητικό αποτέλεσμα, όπου η επένδυση από πολύχρωμα μάρμαρα ελληνικής προέλευσης χαρακτήρισε, όπως αναφέρει η κα Ιωαννίδου, το αρχιτεκτονικό λεξιλόγιο της όψης και επικάλυψε τα προγενέστερα γοτθικά χαρακτηριστικά (βλ. φωτο στην αρχή του άρθρου).
Το δεύτερο παράδειγμα είναι τα κτίρια της οδού Διονυσίου Αρεοπαγίτου στην ιστορική γειτονιά της Αθήνας, απέναντι από την Ακρόπολη και το Ηρώδειο. Μία ποικιλία λευκών, υπόλευκων, γκρίζων και έγχρωμων μαρμάρων, παρατηρούμε ανεβαίνοντας την οδό Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Λευκά και υπόλευκα μάρμαρα χαρακτηρίζουν τον μοναδικό μνημειακό χώρο της Ακρόπολης και του Θεάτρου του Διονύσου, φαιά και έγχρωμα μάρμαρα χαρακτηρίζουν τα νεώτερα έργα Τέχνης και Αρχιτεκτονικής δίνοντας την εικόνα της αστικής ανάπτυξης της πόλης στις αρχές του 19ου αιώνα.
Όπως χαρακτηριστικά γράφει η Νικολία Ιωαννίδου “Ολα αυτά, εάν προσθέσουμε και τα ανασκαφικά ευρήματα στον χώρο του Μουσείου συνθέτουν την πόλη και δεν μπορούν παρά να ταυτισθούν με την ιστορία της, με τους θεσμούς της, με την πολιτική και αστική συνείδηση των κατοίκων της και με τον απεριόριστο αριθμό σχέσεων και συμπτώσεων που διαδραματίσθηκαν μέσα στον χώρο της ή έξω από αυτόν. Στον χώρο αυτό μελετώντας τα κλασσικά και νεώτερα έργα αρχιτεκτονικής αναγκαστικά παρατηρούμε τα είδη των λευκών και έγχρωμων μαρμάρων και λίθων, τα οποία κάθε φορά ο νους τον ανθρώπων σκέφθηκε να χρησιμοποιήσει για λειτουργικούς, αισθητικούς, διακοσμητικούς και συμβολικούς σκοπούς“.