Η συμβολή του Ελληνα γεωλόγου στην έρευνα και αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου τής Χώρας παρουσιάζει μια ιδιαίτερη ιδιορρυθμία, γιατί το θέμα αυτό συνδέθηκε από την αρχή τής νεοελληνικής ιστορίας με τη δήθεν φτώχεια τού τόπου, πού είχε σαν αποτέλεσμα την αδιαφορία του Κράτους και την παραμέληση της αξιοποίησης του εθνικού μας γενικού πλούτου.
Αυτοί χωρίς τη βοήθεια τού Κράτους κατάφεραν να εξερευνήσουν ένα μέρος τού τόπου καί παράλληλα, διακηρύσσοντας όσα βρήκαν, να κινήσουν το ενδιαφέρον τού Κεφαλαίου για τήν εκμετάλλευση τού ορυκτού μας πλούτου. Χρειάστηκαν δεκάδες χρόνια για να πειστεί το Κράτος, ότι το ελληνικό υπέδαφος είναι πλούσιο και να ιδρύσει μια Γεωλογική ‘Υπηρεσία, πού κι’ αυτή μέχρι τήν Κατοχή ήταν υποτυπώδης. Παρ’ όλ’ αυτά οι έλληνες γεωλόγοι και μεταλλειολόγοι μπόρεσαν να αύξήσουν σημαντικά την παραγωγή μας σε μεταλλεύματα.
Τή μεγαλύτερη όμως ώθηση στόν τομέα τού Ορυκτού Πλούτου έδωσε ή ίδρυση του Ι.Γ.Ε.Υ., καί ή πρόσληψη από τις μεταλλευτικές έταιρίες έλλήνων γεωλόγων καί μεταλλειολόγων, πού βγήκαν από τό δικό μας Πολυτεχνείο.
Πράγματι, το 1952 ή ΥΕΥΠ (Υπηρεσία Ερευνών Υπεδάφους ) συγχωνεύτηκε στην υπηρεσία Ινστιτούτου Γεωλογίας και ‘Ερευνών ‘Υπεδάφους (ΙΓΕΥ) με Γενικό Διευθυντή τον Κ. Ζάχο. Το ΙΓΕΥ είχε τέσσερις διευθύνσεις: την Α’ Γεωλογίας μέ προϊστάμενο τον I. Παπασταματίου, τη Β’ Ορυκτού Πλούτου με προϊστάμενο το Γ. Μαρίνο, τη Γ. Ύδάτων καί ‘Εδαφών με προϊστάμενο το Γ. Άρώνη καί τη Δ. Γεωφυσικών Έρευνών με προϊστάμενο τον Κ. Ζάχο. Το ΙΓΕΥ άρχισε τη γεωλογική χαρτογράφηση τής χώρας μας σε φύλλα 1:50000 και παράλληλα την έρευνα τού ορυκτού πλούτου μας.
Στο μεταξύ είχε ιδρυθεί στο Πολυτεχνείο τό Τμήμα Μηχανικών Μεταλλειολόγων – Μεταλλουργών πού μπόρεσε να καλύψει αργότερα τις ανάγκες μας σε μηχανικούς. Στην αρχή οί μεταλλειολόγοι μας χρησιμοποιήθηκαν στις μεταλλευτικές επιχειρήσεις, πού είχαν πάρει δάνεια από το Σχέδιο Μάρσαλ και κατόπιν στις κρατικές Ύπηρεσίες.
Αυτό πού πρέπει να τονιστεί εδώ ιδιαίτερα είναι ότι τόσο οι ιδιωτικές επιχειρήσεις όσο καί οί Κρατικές Υπηρεσίες, προτιμούσαν να χρησιμοποιούν ξένους γεωλόγους καί μεταλλειολόγους και σε περιπτώσεις ακόμα πού ύπήρχαν καλύτεροι “Ελληνες.
Αυτό δεν οφείλεται μόνο στη λεγόμενη ξενομανία ή στην επιβολή την ξένων από πάνω, αλλά καί σε άλλα αίτια πχ. οι ξένοι δεν είναι πολιτικοί αντίπαλοι, ούτε προκαλούν υπολογίσιμες επαγγελματικές αντιζηλίες, ενώ παράλληλα δεν έχουν διαφορετική γνώμη από τον εργοδότη τους πού αρκετές φορές τούς χρησιμοποιεί σαν προβολή τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό.
Θα ήταν μεγάλη παράλειψη, αν δεν αναφέραμε την ιδιαίτερη συμβολή, πού είχε στην έρευνα τού ορυκτού πλούτου τής χώρας μας ή ίδρυση από το 1951 της Ελληνικής Γεωλογικής Εταιρίας με σκοπό την έρευνα και γνώση τής ελληνικής γης από γεωλογική πλευρά. Ή ΕΓΕ με τις επιστημονικές ανακοινώσεις, δημοσιεύσεις και ομιλίες από τη μιά μεριά συμβάλλει στην προαγωγή της ελληνικής επιστήμης και από την άλλη βοηθάει στην τεχνικοοικονομική ανάπτυξη και εκβιομηχάνιση τού τόπου μας. Και όλα αυτά χωρίς την ηθική και υλική υποστήριξη του Κράτους.
Απ’ όσα ειπώθηκαν και πολλά ακόμη που αναφέρονται με λεπτομέρειες στο συνημμένο άρθρου του αείμνηστου Δημ. Κισκύρα, Δρα Γεωλόγου και Γεωφυσικού, βγαίνει το συμπέρασμα, ότι οι Ελληνες γεωλόγοι εργάστηκαν με το παραπάνω για την έρευνα και αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου και ιδιαίτερα οι γεωλόγοι τής πρώτης γενιάς, πού αντιμετώπισαν κοντά στις δυσμενείς συνθήκες τής εποχής εκείνης τήν αμάθεια τού κοσμάκη και την αδιαφορία τού Κράτους.
[του Πέτρου Τζεφέρη]