Πριν λίγες μέρες, στο πλαίσιο των δωρεάν ξεναγήσεων του Δήμου Αθηναίων, είχα την ευκαιρία να επισκεφθώ το Μέγαρο Σερπιέρη, ένα από τα σημαντικότερα νεοκλασικά κτίρια του κέντρου της Αθήνας, στη γωνία των οδών Εδουάρδου Λω και Πανεπιστήμιου 23, ακριβώς απέναντι από την Τριλογία.
Μέσα από την καταπληκτική ξενάγηση-ποταμό της κας Αρτέμιδος Σκουμπουρδή ήρθαμε σε επαφή τόσο με την ιστορία του αρχοντικού Σερπιέρη όσο και των ιδιοκτητών του αλλά και την εποχή που αυτό κτίστηκε με το πρώτο χρηματιστηριακό σκάνδαλο, τα Λαυρεωτικά, να συγκλονίζει την Ελλάδα στα τέλη της δεκαετίας του 1880.
Ο Ιωάννης Βαπτιστής Σερπιέρης (1832-1887), ένας ευφυής επιχειρηματίας από το Ρίμινι της Ιταλίας, αντιλαμβανόμενος τη σπουδαιότητα των αρχαίων μεταλλείων του Λαυρίου απ’ όπου, σύμφωνα με τη μελέτη του μεταλλειολόγου Ανδρέα Κορδέλα, οι αρχαίοι Αθηναίοι έβγαζαν ασήμι, ζήτησε από το ελληνικό κράτος το δικαίωμα εκμετάλλευσής τους. Ο πλούσιος γάμος του με τη γαλλίδα Clemence Leboy, μέτοχο του γαλλικού τραπεζικού οίκο I.Roux – Fressinnet βοήθησε στην εξεύρεση των απαιτούμενων κεφαλαίων για την επένδυση και έτσι το αίτημά του έγινε δεκτό και το 1864 η εταιρεία Roux – Serpieri – Fressinet et Cie άρχισε τις εργασίες της στο Λαύριο.
Αν και η σύμβαση της εταιρείας με το ελληνικό κράτος αφορούσε την εκμετάλλευση των «σκωριών», οι οποίες ήταν προϊόν εξόρυξης, το μεγαλύτερο έσοδο αυτής προερχόταν από την εκμετάλλευση των εκβολάδων (περισσεύματα μεταλλευμάτων επί του εδάφους), για την οποία όμως δεν είχε την αντίστοιχη άδεια. Σύμφωνα δε με τον ισχύοντα τότε νόμο, η εταιρεία είχε φοροαπαλλαγή μόνο για προϊόντα εξόρυξης αλλά όχι για προϊόντα που βρίσκονταν πάνω στην επιφάνεια της γης, όπως οι εκβολάδες. Όταν αυτό έγινε γνωστό και άλλαξε ο νόμος, άρχισε μία μεγάλη διένεξη μεταξύ του Σερπιέρη και του ελληνικού κράτους με αποτέλεσμα να προκληθεί διπλωματικό επεισόδιο μεταξύ Ελλάδας, Γαλλίας και Ιταλίας.
Η κατάσταση εξομαλύνθηκε με τη μεσολάβηση του βασιλιά Γεωργίου Α’ όταν αυτός ζήτησε τη βοήθεια του φίλου του, του ζάπλουτου Ανδρέα Συγγρού, ο οποίος εξαγόρασε την εταιρεία (Σερπιέρη – Roux) και τα δικαιώματά της (μεταλλεία, εγκαταστάσεις και «αι σκωρίαι») μεταφέρθηκαν στην Τράπεζα της Κωνσταντινούπολης, της οποίας ο κύριος μέτοχος ήταν ο Ανδρέας Συγγρός. Ο Σερπιέρης αποζημιώθηκε με 11.500.000 φράγκα. Η συμφωνία με τον Συγγρό υπογράφτηκε το 1873 και βάσει αυτής ιδρύθηκε η Ελληνική Εταιρεία Μεταλλουργείων Λαυρίου, στην οποία συμμετείχαν ο Συγγρός ως υπεύθυνος του οικονομικού τομέα, αλλά και ο Σερπιέρης ως υπεύθυνος του βιομηχανικού και μεταλλευτικού τομέα, οι δε ξένοι υποκαταστάθηκαν από Έλληνες.
H νέα αυτή εταιρεία εξέδωσε μετοχές και, αν και σε υψηλή τιμή, πολλοί έτρεξαν να αγοράσουν προσδοκώντας μεγάλες αποδόσεις μια και οι φήμες για τα αμύθητα πλούτη των μεταλλείων του Λαυρίου κυκλοφορούσαν ευρέως, χωρίς όμως να ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Αποτέλεσμα ήταν να σκάσει η φούσκα και πολλοί άνθρωποι να χάσουν τα χρήματά τους και μέσα στη διετία 1873-1875 να διπλασιαστούν οι πτωχεύσεις.
Το 1875 ο Σερπιέρης, συνεχίζοντας τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες, ίδρυσε την Compagnie Française des Mines du Laurium (Γαλλική Εταιρεία Μεταλλείων Λαυρίου) με έργο την εκμετάλλευση των μεταλλείων του Λαυρίου. Μέσω αυτής της εταιρείας δραστηριοποιήθηκε σε Κύθνο, Σέριφο, Σίφνο, Μήλο, Αντίπαρο, όπου υπήρχαν μεταλλεία ή μεταλλεύματα.
Όταν διευθετήθηκαν τα προβλήματα που αντιμετώπισε με το ελληνικό δημόσιο, ο Σερπιέρης αποφάσισε να ασχοληθεί με την απόκτηση μίας ιδιωτικής κατοικίας στην Αθήνα, η οποία θα ήταν και η επαγγελματική του στέγη. Το οικόπεδο που διάλεξε βρισκόταν σε περιοχή όπου λιθοξόοι και μαρμαράδες είχαν τα εργαστήριά τους και λέγεται ότι στην αρχαιότητα θα πρέπει να υπήρχε εκεί ένα νεκροταφείο γιατί, κατά τη θεμελίωση του αρχοντικού βρέθηκαν τέσσερις σαρκοφάγοι, τρεις εκ των οποίων βρίσκονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο. Καθοριστικό δε ρόλο για την αγορά του οικοπέδου, εκτός της προνομιακής του θέσης, έπαιξε η γειτνίασή του με τον καθολικό ναό του Αγίου Διονυσίου μια και ο Σερπιέρης ήταν βαθειά θρησκευόμενος. Είχε δε χρηματοδοτήσει την αποπεράτωση του ναού.
Το εξωτερικό του αρχοντικού δεν εντυπωσιάζει τόσο όσο το εσωτερικό του το οποίο είναι διακοσμημένο με εκπληκτικές τοιχογραφίες, έργα του Ιταλού ζωγράφου G. Bilanicioni. Η θεματογραφία τους αντλείται από τη μυθολογία και την ιστορία με προσωπικές όμως παρεμβάσεις του καλλιτέχνη στον αρχικό μύθο τον οποίο προσπαθεί να προσαρμόσει στο παρόν αλλά και στις δραστηριότητες του ιδιοκτήτη του μεγάρου. O Bilanicioni έχει βάλει το όνομά του μόνο σε μία τοιχογραφία μαζί με τον αριθμό 1884, που συμβολίζει τη χρονιά που τις τελείωσε. Η διακόσμηση κάθε αίθουσας είναι διαφορετική, όμως στο σύνολό της παρουσιάζεται σαν ένας συνδυασμός από Μπαρόκ, ροκοκό, ρεαλιστικά, ιδεαλιστικά, κλασικιστικά και εκλεκτιστικά στοιχεία. Αυτό το «πάντρεμα» και ανακάτεμα ρυθμών και στιλιστικών στοιχείων από διάφορες εποχές είναι χαρακτηριστικό της τέχνης του 19ου αιώνα.