[του Αντώνη Β. Καπετάνιου]
Ο φυσικός χώρος έτσι, γίνεται προορισμός, αποτελεί –και με του ανθρώπου τη συμβολή– ολότητα, αφού «γεμίζει» με έργο, με σχέσεις, μ’ ενέργεια. Είναι οίκος –εξ ου και οικοσύστημα–, όχι καταφύγιο, αλλά θώκος για καταφυγή της ζωής και θεώρηση του όλου. Εκεί ζωές πάγουν –γεννιώνται και πεθαίνουν–, σ’ έναν κύκλο δημιουργίας και συνέχειας. Εκεί ψυχές ευφραίνονται, αναβιβάζονται κι ευφορούν. Ένας παράδεισος εκεί, ένας φλογερός κόσμος, έμπλεος θάλπους, ρέμβους, ήθους, προϊόν λες συνουσίας υπερβατικής· αυτός είν’ ο κόσμος του ποιητή – δημιουργού. Η ποίηση του κόσμου τούτου, το γλυκύ κι υπερβατικό του, είναι εντέλει το νόημα της ζωής, το Έαρ και ο Ιχώρ, γιατί εκεί η δημιουργία βρίσκει την πληρότητά της.
Ο φλογερός τούτος κόσμος, γίνεται μολαταύτα δραματικός στα χέρια τραγικών ανθρώπων, δολίων στην πράξη κι αναίσθητων στην ψυχή, ψυχρών ειδωλοθυτών διαχειριστών, που κρυερά ενησχολή τους είναι η επαφή με τα γήινα προκειμένου να τα εκμεταλλευτούν. Αυτούς δεν τους συγκινεί η ευδία, δεν τους κάμει συνειδητούς το δημιούργημα, ενώ το ρίγος της γλυκείας τέρψης, αποτελεί άγνωστη δοκιμασία. Βλέπουν ύλη, μόνον ύλη στο χώρο –ύλη ψυχρή, σιδηρά!.. –, επιζητώντας, παγερά κι επιβλητικά, την εκμετάλλευσή της. Έχουν πνεύμα υπολογιστικό, ασυγκίνητο, παγερό. Ο αγοραίος, διά τούτο, φυσικός χώρος, γίνεται ουτιδανός, γίνεται πεδίο οικονομικής ενησχολής, παρά πεδίο δημιουργίας, επιζητείται ο πόρος του και μόνον προς εκμετάλλευση, έχοντας χάσει τον προορισμό του, έχοντας χάσει την ουσία του. Ανάρμοστος ως τέτοιος και μακριά από τη φύση του, καταπίπτει στο κενό της χρηστικής ανυπαρξίας, που η απληστία της θεοποιημένης ανάπτυξης διαμορφώνει.
Θεωρώντας το φυσικό χώρο βαθύτερα, αντιμετωπίζοντάς τον ως οίκο, βλέποντας σε αυτόν οντότητες, σχέσεις κι αξίες, αποδίδεται εγγενή αξία στα αισθητά μέρη του. Ο φυσικός έτσι θεωρούμενος χώρος, χάρη στον άνθρωπο που λειτουργεί στη φύση συμμετέχοντας στο γίγνεσθαι, εμπλουτίζεται κι ανάγεται, χαρακτηριζόμενος από ευγένεια, πηγαιότητα κι αξίες. Η εγγενής (ενδογενής) αξία, είναι η αξία που προσδιορίζει το κάθε αισθητό ως οντότητα, ως δημιούργημα φυσικό. Η εξωγενής αξία είναι η αξία του δημιουργήματος όταν ως τέτοιο προσφέρει, όταν «δίδει» στο δημιουργό υποστηρίζοντας τη δημιουργία (που ως ολότητα εννοείται). Οι δε παραγόμενες αντιληπτικές αξίες, όπως οι πολιτιστικές, οι ιστορικές, οι παραδοσιακές, οι αισθητικές, οι πνευματικές/ψυχικές κ.ά., που προκύπτουν ως ειδικότερες θεωρήσεις λόγω της συμμετοχής του ανθρώπου στο γίγνεσθαι, ανάλογα με την κατά περίπτωση θεώρησή τους, καθορίζουν/χαρακτηρίζουν το φυσικό χώρο κάθε φορά. Οι προσφορές της φύσης (υλικές κι άυλες) είναι το παράγωγο των αξιών της, το εμφαινόμενο της δημιουργίας.
[1] Χαίλντερλιν Φρ., «Πάμε έξω, στη χλωρασιά. Υπερίων ή ο ερημίτης στην Ελλάδα», μετάφραση: Λαυρέντιος Γκέμερεϋ, εκδόσεις Ηριδανός, Αθήνα 1982.
(απόσπασμα από το βιβλίο: Αντώνιος Β. Καπετάνιος, “ΦΥΣΙΣ ΕΡΓΟΝ. νοώντας για τη φύση…”, ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 2017).