ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΜΑΡΜΑΡΟΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑ & ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟΙ ΦΟΡΕΙΣ

Το Ελληνικό Μάρμαρο

Το μάρμαρο ήταν διαχρονικά από τα κύρια υλικά που ανέδειξε ή αρχαία γλυπτική. Στη φωτ. γλυπτό του 2ου αιώνα π.Χ. από μαύρο ελληνικό μάρμαρο (nero antico) της Μάνης (Μουσείο Καπιτωλίου, Ρώμη).

Μάρμαρο, με την κατεξοχήν πετρολογική έννοια τού όρου, θεωρείται κάθε πέτρωμα πού προέρχεται από τη μεταμόρφωση ανθρακικών ιζηματογενών πετρω­μάτων (ασβεστόλιθων και  δολομιτών). Στην τεχνική, εμπορική και νομική γλώσσα όμως, ο όρος «μάρ­μαρο» είναι ευρύτερος και περιλαμβάνει κάθε πέ­τρωμα πού επιδέχεται κοπή, λείανση και στίλβωση. Το μάρμαρο χρησιμοποιείται κυρίως για διακοσμητικούς σκοπούς ενώ τα παραπροϊόντα της εξόρυξής του  χρησιμοποιούνται  στη βιομηχανία (πχ. πληρωτικά κ.α) και τα υποπροϊόντα του (πχ. μαρμαρόσκονη) ως δομικά υλικά ή και ως αδρανή υλικά.

Χάρτης των σπουδαιότερων μαρμαροφόρων κοιτασμάτων της Ελλάδας κατά χρωματικό τύπο.

Ή Χώρα μας είναι μια από τις σπουδαιότερες μαρμαροπαραγωγούς χώρες του κόσμου. Η ετήσια παραγωγή ογκομαρμάρων τις τελευταίες δεκαετίες κυμαίνεται σε 200-350.000 κυβικά μέτρα. Τα αποθέματα για τα σπου­δαιότερα ελληνικά μάρμαρα είναι σχεδόν ανεξάντλητα. Η Ελλάδα διαθέτει τύπους μαρμάρων, πού όμοιά τους δεν υπάρχουν στην παγκόσμια αγορά (χιονόλευκο Θάσου, σιπολλινομάρμαρο Ν. Εύβοιας, πολύχρωμο μάρμαρο Σκύρου κτλ.). Διαθέτει ακόμη τη μεγαλύτερη ποικιλία λευκών μαρμάρων στον κό­σμο (Πεντέλης, Θάσου, Πάρου, Νάξου, Βέροιας, Κοζάνης κτλ.) πού, σε συνδυασμό με τις περιορι­σμένες ποσότητες λευκών μαρμάρων τής διεθνούς αγοράς, τα κάνουν περιζήτητα.

Η λέξη μάρμαρο ετυμολογείται από το αρχαιοελληνικό ρήμα “μαρμαίρω” που σημαίνει “λάμπω”

Ή συμβολή του μαρμάρου στην περιφερειακή ανάπτυξη μπορεί να αποδειχτεί καθοριστική, αν ληφθεί υπόψη ότι συντρέχουν όλες οι απαραίτητες προϋποθέσεις προς τούτο, όπως άφθονη πρώτη ύλη κατανεμημένη σε όλο τον ελλαδικό χώρο, αξιόλογο ανθρώπινο εργατοτεχνικό δυνα­μικό κτλ.

Μολαταύτα, οι  μαρμαροφόρες περιοχές της χώρας έχουν ερευνηθεί ελλιπώς και ή επιλογή των θέσεων για τη διάνοιξη λατομείων γίνεται σε μεγάλο βαθμό εμπειρικά. Το δικαίωμα στην έρευνα που εκχωρείται σήμερα αποσκοπεί περισσότερο στην δέσμευση των χώρων παρά στην ουσιαστική έρευνα.  Η εκμε­τάλλευση των περισσότερων κοιτασμάτων είναι ευ­καιριακή, περιστασιακή και αντιορθολογική. Η τεχνολογική στάθμη και συγκρότηση των περισσότε­ρων λατομικών και μαρμαροβιομηχανικών μονάδων, εκτός ορισμένων εξαιρέσεων, είναι γενικά χαμηλή και τα κοστολόγια μεγάλα. Κι ενώ το μάρμαρο ως φυσικό υλικό υποκαθι­στά στην οικοδομική άλλα υλικά (ξύλο, πλαστικά, κεραμικά κτλ.), ανοίγοντας μεγάλες προοπτικές για την παραπέρα αξιοποίησή του, δυστυχώς δεν έγινε ποτέ συστηματική προβολή του ελληνικού μαρμά­ρου στις αγορές του εξωτερικού.

Το μάρμαρο είναι από τις ελάχιστες ορυκτές πρώτες ύλες πού δεν απαιτούν εμπλουτισμό ή καμίνευση για να παραχθούν τελικά προϊόντα. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την δυνατότητα εφαρμογής υψηλής τεχνολογίας σ’ όλα τα παραγωγικά στάδια (εξόρυξη, κοπή, επεξεργασία), σημαίνει ότι μπορεί και πρέπει να προωθηθεί μαζικά ή καθετο­ποίηση του τομέα.

Τα σπουδαιότερα μαρμαροφόρα κοιτάσματα ανάλογα με το χρώμα, την τάξη μεγέθους από πλευράς αποθεμάτων και την εμπορικότητά τους, είναι τα εξής (βλ. και χάρτη):

  • Λευκά: Πεντέλης, Θάσου, Πάρου, Νάξου, Βέ­ροιας (Καστανιά, Κουμαριά), Κοζάνης (Τρανόβαλτος) και Ικαρίας.
  • Ημίλευκα ως τεφρά: Βόλου (Κανάλια), Κοζά­νης (Τρανόβαλτος), Καβάλας (Νικήσιανη, Χαλκερό καί Στενωπός), ‘Αττικής (‘Αγία Μαρίνα), Σερρών (Μέταλλα), Λάρισας (Σπηλιά), Πάρνωνα (Αγιος Πέ­τρος).
  • Γκρίζα ως μαύρα: Άλιβερίου, Βυτίνας, Τρίπο­λης, Δράμας (Ταξιάρχες), Κορίνθου (Κόρφος), Λι­βαδειάς, Χίου (Λαγκάδα), φαρσάλων, Θεσσαλονίκης (Μελισσοχώρι), Κιλκίς (Χορήγιο).
  • Μπέζ ως καφέ: ‘Ιωαννίνων (Κληματιά, Καρίτσα κτλ.), Αργολίδας (Αυγουριό, Ερμιόνη, Ίρια, Καρναζέικα), Τροιζηνίας (Φανάρι), Θηβών (Δόμβραινα) καί Κοζάνης (Τσοτύλι).
  • Ρόζ ως κόκκινα: Εύβοιας (Ερέτρια), Μαγνη­σίας (Πτελεός, Σούρπη), Κιλκίς (Ν. Σάντα), Έδεσσας (Ροδοχώρι), Θεσσαλονίκης (Άνοιξιά), Χαλκιδι­κής (Περιστερά) καί Μάνης (Rosso antico).
  • Πράσινα: Λάρισας (Verde antico), Νότιας Ευ­βοίας (cipollino verde antico), Βέροιας (Φυτιά), Τή­νου καί Νάουσας.
  • Πολύχρωμα: Σκύρου (Breccia fantasia), Άργολίδας (Μυκήνες, Κάντια) και Λέσβου.
  •  Τραβερτίνης ή πορώλιθος: ‘Αριδαίας Πέλλας, ‘Αγίας Βαρβάρας Βέροιας, Πιτσών Κορινθίας καί Βαμβακόφυτου Σερρών.
  •  Ονυχας (με την εμπορική ονομασία): Κρήτης (Ρέθυμνο, Ηράκλειο), Μεσσηνίας (Σταυροπήγι) καί  Αγίου Δημητρίου Ολύμπου (πρόκειται για ονυχοειδές μάρμαρο).

[επιμέλεια Π. Τζεφέρης]


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

 [1] Κ. Ρήγας, Ελλάδα, Ιστορία και Πολιτισμός, 8ος τόμος, Οικονομία, Ο Ορυκτός Πλούτος της Ελλάδας, Εκδόσεις Παγκόσμια Σύγχρονη Παιδεία-Μάλλιαρης ,1982, σελ.100-121.
[2] «Πύλη για τον ελληνικό ορυκτό πλούτο:Στατιστικά δεδομένα για την εξορυκτική/μεταλλουργική δραστηριότητα στην Ελλάδα.».


Σχετικά Άρθρα