ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ/ΒΙΩΣΙΜΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ/ΔΑΣΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ

Υποχρεωτική χρηματοοικονομική ασφάλεια για την Περιβαλλοντική Ευθύνη των Εξορυκτικών Επιχειρήσεων

[του Π. Τζεφέρη] [by Peter Tzeferis]

Η Περιβαλλοντική ευθύνη για την πρόληψη και την αποκατάσταση των ζημιών στο περιβάλλον ρυθμίζεται νομοθετικά στο ΠΔ 148/2009 (Α’190).  Ειδικότερα, το θέμα της υποχρεωτικής χρηματοοικονομικής ασφάλειαςγια την κάλυψη της Περιβαλλοντικής Ευθύνης προβλέπεται στο άρθρο 14 του ως άνω ΠΔ. Εντούτοις τα ποσά  της χρηματοοικονομικής ασφάλειας για κάθε φορέα εκμετάλλευσης δεν έχουν ρυθμιστεί ακόμη διότι εκκρεμεί η έκδοση της  κοινής απόφασης (ΚΥΑ) των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων  που καθορίζεται στο διάταγμα, με κύριο κριτήριο την έκταση, το είδος και τη διάσταση της ζημίας που μπορεί να προκαλέσει η κάθε δραστηριότητα.


Η οδηγία 2004/35/ΕΚ περί Περιβαλλοντικής Ευθύνης (Environmental  Liability (E.L.)), αναφέρει στο παράρτημα III ότι η διαχείριση των εξορυκτικών αποβλήτων εντάσσεται σε αυτήν, σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας 2006/21/ΕΚ , δηλ. της οδηγία για τα εξορυκτικά απόβλητα, Mining Waste Directive (MWD) και μόνο ως προς τις εγκαταστάσεις αποβλήτων.

Στην MWD και την ενσωμάτωσή της στο ελληνικό κεκτημένο,  Υ.Α. 39624/2209/Ε103/2009γίνεται διαχωρισμός δύο κατηγοριών εγκαταστάσεων αποβλήτων, κατηγορία τύπου κατηγορία (Α) και μη (Α) (λοιπές). Ως τύπου (Α) ορίζονται οι εγκαταστάσεις που λόγω επικίνδυνων αποβλήτων ή έκτασης και όγκου αποβλήτων, μπορεί να προξενήσουν μέγιστης σημασίας ατύχημα (major accident), προκαλώντας μεγάλες βλάβες σε περιβάλλον, ζώα ή ανθρώπους σε περίπτωση αστοχίας. Στις (Α) εγκαταστάσεις, υποχρεώνει μελέτη επικινδυνότητας και χρηματοοικονομικές εγγυήσεις.

Η οδηγία 2004/35/ΕΚ περί Περιβαλλοντικής Ευθύνης αναφέρεται σε χρηματοοικονομικές εγγυήσεις στις περιπτώσεις όπου πιθανή αστοχία εγκαταστάσεων οδηγεί σε περιβαλλοντική ζημιά. Κατά την οδηγία, είναι δεδομένο ότι πρέπει να αποδειχθεί, μέσω μελέτης επικινδυνότητας, ότι υπάρχει το ενδεχόμενο να προξενηθεί ζημιά από αστοχία εγκατάστασης.

Σε ό,τι αφορά στα εξορυκτικά έργα, η οδηγία διαχείρισης μεταλλευτικών αποβλήτων έχει ενσωματωθεί στις απαιτήσεις της ΜΠΕ, όπως προβλέπεται από την κείμενη νομοθεσία (σχέδιο διαχείρισης αποβλήτων, μελέτες επικινδυνότητας κλπ.). Όταν εκδίδονται Α.Ε.Π.Ο έχουν συμπεριλάβει και το αντικείμενο των εγκαταστάσεων αποβλήτων. Μέσω αυτών των αποφάσεων, αποδεικνύεται εάν κάποια εγκατάσταση είναι τύπου (Α) (εν δυνάμει επικίνδυνη) ή εάν προξενεί συγκεκριμένες βλάβες π.χ. σε νερό ή έδαφος.

Από τα ανωτέρω συνάγουμε ότι δεν πρέπει να συσχετίζεται άμεσα ο κίνδυνος αλλά και οι επιπτώσεις με την κατηγοριοποίηση της περιβαλλοντικής αδειοδότησης και μόνο. Οι υποκατηγορίες αυτές, Α1, Α2 και Β,  έχουν να κάνουν με το είδος της περιβαλλοντικής αδειοδότησης και όχι κατ’ανάγκη με το μέγεθος του πιθανού προβλήματος που μπορεί να προξενήσει η ενδεχόμενη αστοχία εγκαταστάσεων. 

Για παράδειγμα, είναι σύνηθες στον εξορυκτικό τομέα να υπάρχουν μεταλλευτικά έργα, π.χ. υπόγεια, που ανήκουν στο σύνολο τους χωρίς εξαίρεση στην κατηγορία Α1 αλλά ουσιαστικά έχουν σχεδόν μηδενικές εγκαταστάσεις αποβλήτων (π.χ. λόγω λιθογόμωσης κενών (backfilling)) ή έχουν μικρές “ακίνδυνες” εγκαταστάσεις από αδρανή απόβλητα που δεν εμπίπτουν στις περιπτώσεις εγγυήσεων κατά την οδηγία E.L. και MWD.

Επίσης στην περίπτωση των λατομείων αδρανών υλικών και μαρμάρων, δεν υφίστανται στις περισσότερες περιπτώσεις ούτε απόβλητα (λατομεία αδρανών) αλλά ούτε και εγκαταστάσεις αποβλήτων τύπου Α (λατομεία μαρμάρων), μολαταύτα πολλά από αυτά τα λατομεία (σε έκταση μεγαλύτερη των 250 στρεμμάτων) κατηγοριοποιούνται σύμφωνα με την ΥΑ 1958/13.01.2012 , όπως ισχύει, ως Α1 υποκατηγορία περιβαλλοντικής αδειοδότησης.
Συνεπώς, η ένταξη σε κατηγορία χρηματοοικονομικής ασφάλειας θα πρέπει να μην συναρτάται άμεσα με την κατηγορία περιβαλλοντικής αδειοδότησης (Α1, Α2 και Β) αλλά με το είδος και την κατηγορία  των εγκαταστάσεων αποβλήτων και από το εάν ή όχι μπορεί να προξενήσουν σοβαρό περιβαλλοντικό ατύχημα.
Αλλωστε και η η πρόβλεψη του άρθρου 14 παρ. 4 του ΠΔ 148/2009 αναφέρεται σε  θέσπιση μεθοδολογίας για την εκτίμηση των διαφορετικών σεναρίων κινδύνων ανά δραστηριότητα, δηλαδή η προσέγγιση που προβλέπει είναι αυτή της εξατομίκευσης στην εκτίμηση κινδύνου και όχι η ενιαία θέσπιση ποσού ανά Α1 ή Α2.  
Η μέθοδος για τον προσδιορισμό του ποσού της χρηματοοικονομικής ασφάλειας, όπως προαναφέρθηκε, καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και πρέπει να βασίζεται σε τεχνικά κριτήρια που εγγυώνται μια ομοιογενή εκτίμηση των σεναρίων των κινδύνων και των αντίστοιχων δαπανών αποκατάστασης και να διασφαλίζει μια ομοιόμορφη οριοθέτηση της απαραίτητης ασφαλιστικής κάλυψης για κάθε δραστηριότητα».

Το ορθό είναι κατά την άποψή μας, η χρηματοοικονομική εγγύηση για τις εξορυκτικές επιχειρήσεις να παραμείνει, τουλάχιστον για την παρούσα φάση,  στο πλαίσιο της οδηγίας 2006/21/ΕΚ, όπως αυτή ενσωματώθηκε στο εθνικό νομοθετικό πλαίσιο και ισχύει και  όπως αλλωστε προβλέπει τόσο η οδηγία E.L. όσο και το ΠΔ 148/2009 παράρτημα III. 
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ

Σχετικά Άρθρα