ΑΔΕΙΟΔΟΤΗΣΗ/ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΗ & ΛΑΤΟΜΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ/ΔΑΣΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ

Η αρχή της αειφορίας (άρθρο 24 Σ) και το δικαίωμα στο περιβάλλον – Συγκερασμός με άλλα ατομικά δικαιώματα

Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 θεσπίσθηκε η προστασία του περιβάλλοντος στο άρθρο 24, ως αυτοτελώς προστατευόμενο αγαθό και με τον τρόπο που διατυπώθηκε, δημιούργησε μία νέα σφαίρα υποχρεωτικής δράσης του Κράτους, στην οποία προέχει η προστασία του περιβάλλοντος. 


Το έτος 1987, η Παγκόσμια Επιτροπή για το περιβάλλον δημοσίευσε τα πορίσματά της σε μία έκθεση με τίτλο «Το Κοινό μας Μέλλον». Η έκθεση αυτή είναι και ευρύτερα γνωστή ως Έκθεση Brundtland, με την οποία και εισάγεται επίσημα ο όρος «βιώσιμη ανάπτυξη» ως μέτρο αξιολόγησης για την αντιμετώπιση και το χειρισμό των περιβαλλοντικών ζητημάτων σε σχέση με την οικονομική ανάπτυξη. Η έννοια αυτή ενσωματώθηκε και ως κοινοτική έννοια, μέσω του άρθρου 174 Συνθ. ΕΚ.3.


Η συνταγματική αναθεώρηση του έτους 2001 καθιέρωσε την αναγνώριση του ατομικού δικαιώματος στο περιβάλλον και την αναγωγή της αειφορίας σε συνταγματική αρχή.Η αρχή της αειφορίας (στο αναθεωρημένο πλέον άρθρο 24) συνδέθηκε ρητά με την υποχρέωση της πολιτείας να λαμβάνει προληπτικά και κατασταλτικά μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος. Παράλληλα, έρχεται να εξισορροπήσει αντιμαχόμενες δυνάμεις ανάμεσα στο δημόσιο και εθνικό συμφέρον και τα ατομικά δικαιώματα και ελευθερίες.

Σε αυτή την ενισχυμένη προστασία του περιβάλλοντος συνέβαλε σημαντικά, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, η νομολογιακή διαμόρφωση της αρχής της βιώσιμης ανάπτυξης από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Η καθιέρωση της αρχής της αειφορίας διατρέχει και την άσκηση άλλων δικαιωμάτων και αρχών κατοχυρωμένων επίσης με συνταγματικές διατάξεις, όπως τα άρθρα 5 παρ. 1, 17, 22 και 106 παρ. 1 και παρ. 2 που αναφέρονται στην οικονομική ελευθερία, την προστασία της ιδιοκτησίας, στην εξασφάλιση συνθηκών απασχόλησης για τους πολίτες και στην οικονομική ανάπτυξη και στους περιορισμούς της οικονομικής ελευθερίας αντίστοιχα . 
 
Η γενική οικονομική ελευθερία κατοχυρώνεται στο άρθρο 5 παρ. 1 του Σ, το οποίο ορίζει ότι: «Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην …οικονομική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη». Από το άρθρο αυτό συνάγεται ως αυτονόητο το δικαίωμα κάθε ανθρώπου όχι απλώς να έχει και να ασκεί τα δικαιώματα που απορρέουν από την προσωπικότητά του «ως αυτόνομο αυτεξούσιο και αυτοδιάθετο μη περιουσιακό αγαθό», αλλά και να την αναπτύσσει σε όλους τους τομείς της κρατικά οργανωμένης συμβίωσης . Αυτό σημαίνει ότι ιδρύεται για το κράτος όχι μόνο αρνητική αλλά και θετική υποχρέωση. Πιο συγκεκριμένα, το κράτος υποχρεούται: α) να μην παρεμποδίζει την ανάπτυξη της προσωπικότητας, β) να αίρει τα εμπόδια που υφίστανται, γ) να παρέχει τα αναγκαία μέσα για την ελεύθερη ανάπτυξή της .
 Περαιτέρω, το άρθρο 106, παρ. 2, ορίζει ότι: «η ιδιωτική πρωτοβουλία δεν επιτρέπεται να αναπτύσσεται εις βάρος της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ή προς βλάβη της εθνικής οικονομίας». Η οικονομική ελευθερία περιορίζεται και από ειδικότερες διατάξεις, όπως τα άρθρα 17 και 18 του Σ , για τη προστασία της ιδιοκτησίας, καθώς και από το ήδη αναφερθέν άρθρο 24 του Σ για την προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος.
Με την αναθεώρηση του Σ το 2001 και την ένταξη της αειφορίας στο άρθρο 24, σύμφωνα με τη νομολογία του ΣτΕ, ο συντακτικός νομοθέτης, σταθμίζοντας την προστασία του περιβάλλοντος, την εθνική οικονομία και την οικονομική ελευθερία επιτάσσει τον συγκερασμό τους κατά τρόπο που θα διασφαλίσει τη βιώσιμη ανάπτυξη . Ιδιαίτερη βαρύτητα δίδεται στην μείωση των δυσμενών για το περιβάλλον επιπτώσεων και την ορθολογική  εκμετάλλευση των φυσικών πόρων .
 
Ωστόσο, το ατομικό δικαίωμα στο περιβάλλον δεν υπερέχει των άλλων συνταγματικών δικαιωμάτων. Προς τούτο, η βιώσιμη ανάπτυξη οφείλει να λαμβάνει υπόψη στο ίδιο μέτρο τις άλλες αρχές και τους συνταγματικούς σκοπούς, όπως την προστασία της υγείας (άρθρο 21Σ), την οικονομική ανάπτυξη (άρθρο 106 Σ), καθώς επίσης τους γενικότερους κοινωνικούς σκοπούς (καταπολέμηση της ανεργίας, οικιστική ανάπτυξη), που είναι συμβατοί με το κοινωνικό κράτος δικαίου, κατά το άρθρο 25 παρ. 1 του Σ .
Συνεπάγεται, ως εκ τούτου, ότι, βάσει και των δεδομένων των κοινοτικών ρυθμίσεων, η έννοια της οικονομικής ανάπτυξης πρέπει να ενσωματώνει τους κοινωνικούς σκοπούς του Συντάγματος, δηλαδή, για να είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα, η οικονομική ανάπτυξη πρέπει να είναι και βιώσιμη .

Σχετικά Άρθρα