Οι ρυθμίσεις του άρθρου 85 του ΚΜΛΕ συνιστούν μία αυστηρή διάταξη, αφού λαμβάνουν υπ’ όψιν την ύπαρξη οιουδήποτε, ακόμα και ενός μόνο κτίσματος ή κοινόχρηστου χώρου και δε δεσμεύονται από την ύπαρξη οικισμού, οριοθετημένου ή μη. Η παρεχόμενη προστασία αφορά στις ήδη υφιστάμενες εγκαταστάσεις και κτίσματα και περιορίζεται κατά το γράμμα της στον καθορισμό της αποστάσεως που πρέπει να τηρείται από κατοικίες, κτίσματα εγκαταστάσεις κ.λπ. κατά τη χωροθέτηση μεταλλευτικών ή λατομικών εργασιών.
To ίδιο δεν ισχύει και αντιστρόφως, δηλαδή για την ανέγερση κτίσματος σε απόσταση μικρότερη των 250 μέτρων από ένα μεταλλευτικό ή λατομικό χώρο, περιορισμός που άλλωστε αφορά το πεδίο του πολεοδομικού νόμου. Το θέμα αυτό κρίθηκε από την ΣτΕ 2564/1999 (5μ) σκ. 8 όπου και σημειώνεται ότι ο ΚΜΛΕ έχει θεσπιστεί από την «κανονιστικώς δρώσα διοίκηση κατ’ επίκληση νομοθετικής εξουσιοδότησης, η οποία, έχουσα ως αντικείμενο τον καθορισμό των κανόνων που διέπουν τις λατομικές εργασίες επιτρέπει κατ’ αρχήν την επιβολή, εις βάρος των εκμεταλλευομένων λατομεία, υποχρεώσεων προς προστασία των περιοίκων και των διερχόμενων καθώς και των υφιστάμενων στην περιοχή κτισμάτων και εγκαταστάσεων, δεν παρέχει όμως κανένα έρεισμα για την επιβολή υποχρεώσεων ή περιορισμών (εξικνούμενων μάλιστα μέχρι απολύτου απαγορεύσεως δομήσεως) εις βάρος των ιδιοκτητών των γειτονικών προς το λατομείο ακινήτων»
Η διάταξη του άρθρου 85 παρ. 2 του ΚΜΛΕ τέθηκε για σκοπούς προστασίας πιο ειδικά ορισμένους (και περιορισμένους) από αυτούς που καλύπτει η εν γένει περιβαλλοντική αδειοδότηση και σχετίζονται με «ασφάλεια της επιφάνειας». Το όριο τίθεται ως απόσταση ασφαλείας ως προς εκείνες τις εργασίες, οι οποίες έχουν άμεσες επιπτώσεις στα φυσικά χαρακτηριστικά του γειτονικού και του ευρυτέρου χώρου με σκοπό την προστασία του φυσικού και δομημένου χώρου από ενέργειες που απειλούν τη σταθερότητα του εδάφους, την ασφάλεια των κτισμάτων και των λοιπών προστατευόμενων χώρων και περιοχών, ώστε να μην καταστούν γεωλογικά ή εδαφοτεχνικά ακατάλληλες για δόμηση.
Κατά την εξέταση των ειδικών εδαφολογικών κ.λπ. συνθηκών κατά την περιβαλλοντική αδειοδότηση μπορεί δηλαδή να τίθενται και αυστηρότερες ρυθμίσεις από αυτές του ΚΜΛΕ, δεδομένου άλλωστε ότι η τιθέμενη από τον ΚΜΛΕ απόσταση αφορά το ελάχιστο όριο αποστάσεως ασφαλείας, το οποίο προφανώς και κατά το νόμο μπορεί να αυξηθεί εάν το επιβάλλουν οι συνθήκες (ίδετε και υπόθεση Δ ΕΗ, Δυτικό Πεδίο Πτομελαϊδος, ΣτΕ 998/2005) (Ολομ).
Υ.Α. Α5/2280/1983 (ΦΕΚ 720/Β`/13.12.1983) Προστασία των νερών που χρησιμοποιούνται για την ύδρευση της περιοχής πρωτευούσης από ρυπάνσεις και μολύνσεις [άρθρο 8 παρ. 4 για εξορυκτική δραστηριότητα]
Επίσης, με δεδομένο τον σκοπό θέσπισης των ως άνω ελάχιστων ορίων απόστασης, θεωρητικά, εάν κάποιες εργασίες δεν έχουν άμεσες επιπτώσεις στα φυσικά χαρακτηριστικά του γειτονικού και ευρύτερου χώρου, η απόσταση θα μπορούσε να είναι και μικρότερη, άποψη που άλλωστε υποστηρίζεται και στην υπ’ αριθ. 921/86 γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Το ανωτέρω έχει ήδη τεθεί στην παρ.2 του άρθρου 85 του νέου ΚΜΛΕ: “Εφόσον δε δημιουργούνται δυσμενείς επιπτώσεις, όπως αυτές ενδεικτικά αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου αυτής, και δε ανακύπτουν θέματa ασφάλειας, δεν αποκλείεται η χωροθέτηση των εργασιών αυτών και σε αποστάσεις μικρότερες από τις καθοριζόμενες στο άρθρο αυτό. Προς τεκμηρίωση των ανωτέρω απαιτείται σχετική τεχνική έκθεση αρμόδιου μηχανικού που υποβάλλεται προς έγκριση στην Επιθεώρηση Μεταλλείων”