ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑΣΥΓΚΕΝΤΡΩΤΙΚΕΣ ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΟΠΥ

Tο παρόν και το μέλλον της ελληνικής εξορυκτικής βιομηχανίας

Ο ελληνικός εξορυκτικός κλάδος μαζί με τις μεταλλουργίες που καθετοποιούν ελληνικής παραγωγής μεταλλεύματα αποτελεί σημαντικό τομέα οικονομικής δραστηριότητας ο οποίος τροφοδοτεί με πρώτες ύλες σημαντικούς για την οικονομία κλάδους, όπως η παραγωγή ενέργειας, η τσιμεντοβιομηχανία, οι κατασκευές, η μεταλλουργία, η βιομηχανία των οικοδομικών υλικών κ.ά.

Παράλληλα, έχει έντονο εξωστρεφή χαρακτήρα, αφού οι εξαγωγές του αντιπροσωπεύουν πάνω από το 65-70% των πωλήσεών του, κατέχοντας ηγετικές θέσεις στην Ευρωπαϊκή αλλά και στην παγκόσμια αγορά, ενώ η μεγάλη εμπειρία και η προηγμένη τεχνολογία των ελληνικών μεταλλευτικών – εξορυκτικών επιχειρήσεων έχει οδηγήσει αρκετές από αυτές στην επέκταση της παραγωγικής τους δραστηριότητας και εκτός Ελλάδος, από Αμερική μέχρι Ασία.

Η Ελληνική Μεταλλεία, χάρη στη σημαντική δραστηριότητα που έχει αναπτύξει σε σχέση με το μέγεθος και την οικονομία της χώρας, έχει κερδίσει διεθνή και ευρωπαϊκή αναγνώριση και έχει κατορθώσει να έχει ισχυρή παρουσία και επιρροή στους συνδέσμους του κλάδου, σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Ενδεικτικά το σύνολο των πωλήσεων των προϊόντων της εξορυκτικής βιομηχανίας και των βασικών μεταλλουργιών της χώρας, που καθετοποιούν ελληνικής παραγωγής μεταλλεύματα εκτιμάται ότι ανέρχεται σε 2 δισ. ευρώ.

Επιπλέον, η εξορυκτική βιομηχανία αναπτύσσεται, κατά κανόνα στην περιφέρεια, παράγοντας προστιθέμενη αξία σε δύσκολες και απομακρυσμένες περιοχές, χωρίς ανάλογο εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό το οποίο το αναδεικνύει και το εξελίσσει, εκεί όπου η φύση έχει δημιουργήσει-χωροθετήσει τα κοιτάσματα ή τα πετρώματά της, αξιοποιώντας έτσι τον ελληνικό ορυκτό πλούτο.

Με τις προσπάθειες αυτές, ενάμιση αιώνα τώρα, από το ξεκίνημα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους μέχρι σήμερα, ο φυσικός γεωλογικός πλούτος της χώρας μετατρέπεται σε οικονομικό πλούτο πολύτιμο για την εθνική οικονομία, την πρόοδο της Περιφέρειας και τη διασφάλιση βασικών υλικών πόρων και εθνικών εσόδων για την ελληνική κοινωνία.

Σ΄ ότι αφορά στο βασικό θέμα της απασχόλησης, δεδομένου ότι κατά μέσο όρο κάθε μία θέση εργασίας στον μεταλλευτικό κλάδο υποστηρίζει – τροφοδοτεί περί τις 4 θέσεις εκτός αυτού (τριτογενής τομέας), η κοινωνική και αναπτυξιακή προσφορά των μεταλλευτικών έργων καθίσταται πρωταρχικής σημασίας για τη χώρα, ειδικά για τις περιοχές της περιφέρειας όπου δραστηριοποιούνται ως επί το πλείστον οι μεταλλευτικές επιχειρήσεις.

Αν σε αυτά προστεθεί και η συμβολή των μονάδων παραγωγής προϊόντων προστιθέμενης αξίας από την εσωτερική βιομηχανική επεξεργασία εγχώριων εξορυγμένων υλικών (πχ. παραγωγή αλουμινίου από βωξίτη, νικελίου από λατερίτη, τσιμέντου από ασβεστόλιθο κτλ) τότε η θέση του μεταλλευτικού κλάδου κρίνεται ιδιαίτερα σημαντική για το σύνολο της βιομηχανικής βάσης της χώρας και της εθνικής της οικονομίας.

Ενδεικτικά, το σύνολο των απασχολούμενων του κλάδου στην περιφέρεια ανέρχεται σε 22.000 εργαζόμενους, ενώ από τη δραστηριότητα αυτή εξαρτώνται πλέον των 90.000 άλλων θέσεων εργασίας που εξυπηρετούν ή σχετίζονται με διάφορους τρόπους με τις εξορυκτικές εργασίες.

Δυστυχώς, η οικονομική κρίση επηρέασε σημαντικά τα μεγέθη του κλάδου. Για πρώτη φορά, μετά από μια μεγάλη περίοδο θετικών ρυθμών ανάπτυξης, το 2009, ο τομέας παρουσίασε σημαντική κάμψη σε όλα τα μεγέθη, ακολουθώντας την σημαντική πτώση στη ζήτηση αλλά και τις τιμές των πρώτων υλών στους κλάδους της χαλυβουργίας, των κατασκευών, της οικοδομής, του τσιμέντου και του σκυροδέματος. Στα προϊόντα του κλάδου υπήρξε πτώση παραγωγής και αξίας πωλήσεων που κυμάνθηκε από 20-30% και σε ορισμένες περιπτώσεις 50% και πλέον, κάτω από τα αποτελέσματα του 2008.

Εντός του 2009, οι βασικές μεταλλουργίες παραγωγής πρωτόχυτων Αl και Ni μείωσαν την παραγωγή τους κατά 18% και 50% αντίστοιχα, συμπαρασύροντας πτωτικά την εγχώρια παραγωγή βωξίτη (10%) και σιδηρονικελιούχων μεταλλευμάτων (38%). Ειδικά για το νικέλιο (Νi), η παραγωγική συρρίκνωση έφθασε στο ιστορικό χαμηλό επίπεδο των 8269 tn (πτώση 50,3% σε σχέση με το 2008), κυρίως λόγω μείωσης της ζήτησης σε ανοξείδωτο χάλυβα αλλά και της σφράγισης ορισμένων ηλεκτροκαμίνων το φθινόπωρο του 2009.

Για το 2010 ήδη εμφανίστηκαν προοπτικές ανάκαμψης του κλάδου διεθνώς λόγω της κλιμακούμενης αύξησης (20-30% σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα) στη ζήτηση των πρώτων υλών, γεγονός που πιστεύουμε ότι θα έχει σύντομα θετική επίπτωση και στην εγχώρια αγορά. Mάλιστα τα προϊόντα των ελληνικών εταιριών που διοχετεύονται στις διεθνείς αγορές έχουν ήδη ανακάμψει ενώ αυτά που απευθύντοναι στην εγχώρια αγορά (αδρανή, μάρμαρα κλπ) δυστυχώς αντιμετωπίζουν την πολύ μικρή ζήτηση και τα γνωστά προβλήματα του τόπου μας.

Η παρούσα ύφεση μπορεί -υπό προϋποθέσεις- να εκληφθεί ως αναπτυξιακή πρόκληση κι ευκαιρία για την ελληνική μεταλλευτική/μεταλλουργική βιομηχανία, η οποία θα πρέπει να επανακαθορίσει τη στρατηγική αλλά και τις τακτικές της, εντός των πλαισίων του «οδικού χάρτη» της ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας για τις πρώτες ύλες (RMI). Χρειαζόμαστε μια καθαρή, δομημένη μεταλλευτική πολιτική που να ισορροπεί ευσταθώς την ανάγκη για το περιβάλλον αλλά και την αναγκαιότητα στην πρόσβαση των πρώτων υλών.
[του Πέτρου Τζεφέρη]

Σχετικά Άρθρα