NATURA 2000 & ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣΑΔΕΙΟΔΟΤΗΣΗ/ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΧΩΡΟΤΑΞΙΑ

H εντός «Natura 2000» ανάπτυξη

[Δρ. Τζεφέρη Πέτρου]

Με αφορμή το πολυσυζητημένο (αλλά απολύτως μονοδιάστατα!) νομοσχέδιο για τη βιοποικιλότητα, το οποίο αποτελεί πλέον τον NOMO ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 3937 Διατήρηση της βιοποικιλότητας και άλλες διατάξεις , ας πούμε δύο λόγια.

Στο επίκεντρο των διαβουλεύσεων ήταν η επίμαχη ρύθμιση του άρθρου 9 (παρ.2) για τους περιορισμούς στη δόμηση εκτός σχεδίου κι εντός περιοχών του δικτύου ΦΥΣΗ 2000 (ζώνες Ε.Ζ.Δ. και Ζ.Ε.Π.), το αν δηλ. θα επιτραπούν οι παρεκκλίσεις για το ελάχιστο εμβαδό αρτιότητας γηπέδων από τα 10 στα 4 στρέμματα (ή στα 6 ή στα 8). Mια συζήτηση σημαντική μεν ως προς το δέον γενέσθαι αλλά που τελικά φανερώνει ότι το μόνο πράγμα που μας απασχολεί είναι η δόμηση και μάλιστα οι παρεκκλίσεις από αυτήν! Δυστυχώς, έπρεπε να υπάρξει η διάταξη αυτή στο άρθρο 9, ώστε ορισμένοι να καταλάβουν οψίμως ότι “οι περιοχές Natura καλύπτουν ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της επικράτειας….” και ότι «θα πρέπει να υφίσταται σχέδιο για την ανάπτυξη εντός Natura..”


Θα μπορούσαμε να πούμε αρκετά για το ευαίσθητο αυτό θέμα, δηλ. την αλληλεπίδραση του φυσικού τοπίου με το κτιστό περιβάλλον. Από τη μια δεν είναι απαραίτητο κάθε «σχέδιο δόμησης» να βλάπτει το φυσικό τοπίο, αντίθετα είναι δυνατόν υπό προϋποθέσεις να το αναβαθμίζει και να το αναδεικνύει όπως γίνεται πχ. με τα σπουδαία αρχιτεκτονικά έργα, αρχαία ή και νεώτερα. Αυτό πάλι δεν σημαίνει ότι πρέπει να χτίσουμε τα πάντα και να καλύψουμε με κτιστό περιβάλλον κάθε σπιθαμή γης όταν μάλιστα αυτή χρήζει ειδικής προστασίας!

Ομως φίλοι μου, η πολύφερνη ανάπτυξη, που προσδοκούμε αλλά που δεν έρχεται παρότι καθημερινά εξαγγέλλεται, δεν αφορά μόνο τη δόμηση. Ούτε φυσικά το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο, αφορά μόνο τη δυνατότητα δόμησης στις περιοχές Natura 2000. Σκοπός είναι “η αειφόρος διαχείριση και αποτελεσματική διατήρηση της βιοποικιλότητας, ως πολύτιμου, αναντικατάστατου και σπουδαίας σημασίας εθνικού κεφαλαίου» μια συνολική προσπάθεια να μπει τάξη στο χάος των “προστατευόμενων περιοχών” της Χώρας και να επιβληθούν μέτρα που θα διαφυλάξουν την ακεραιότητα του τόπου και την εντυπωσιακή βιοποικιλότητα που καταφέρνουμε ακόμη να διαθέτουμε!

Αυτή η «αειφόρος» διαχείριση όμως δεν πρέπει να απαγορεύει συλλήβδην όλα τα έργα αλλά να βάζει ειδικούς κανόνες στην ανάπτυξη αυτού του φυσικού εθνικού κεφαλαίου. Επομένως η σωστή αντιμετώπιση είναι κάθε προστατευόμενη περιοχή να μελετάται χωριστά και να διέπεται κατά περίπτωση από ειδικούς και όχι γενικούς κανόνες, όπως άλλωστε προβλέπεται τόσο στην οδηγία «Ηabitats» (οδηγία 92/43/EE) όσο και στα ειδικά τομεακά καθοδηγητικά έγγραφα (guidance documents) της ΕΕ πχ. Non-energy mineral extraction and Natura 2000, Wind energy development and Natura 2000, Wind farm development, The implemenation of the Birds and Habitats Directives in estuaries and coastal zones, κλπ., τα οποία μπορεί να είναι μη δεσμευτικά για τα Κ-Μ αλλά έχουν βαρύνουσα σημασία.

H μελέτη αυτή οφείλει να διαμορφώνει κανόνες και Βέλτιστες Πρακτικές για την ανάπτυξη των μορφών οικονομικής δραστηριότητας (πχ. τουρισμό φύσης, βιολογική γεωργία, βιολογική καλλιέργεια υδρόβιων οργανισμών, αλιεία με σαφώς προσδιορισμένα επιλεκτικά εργαλεία, περιβαλλοντική και πολιτιστική εκπαίδευση, μεταποίηση τοπικών προϊόντων κλπ, τις παραπάνω «προωθεί» στα Περιφερειακά Πάρκα το ίδιο το Σχέδιο Νόμου, άρθρο 5) στις οποίες η Ελλάδα έχει συγκριτικό πλεονέκτημα και με τις οποίες μπορεί να προσελκύσει επενδυτές ποιοτικού επιπέδου.

Αποψή μου ότι σε αυτές μπορούν να προστεθούν υπό προϋποθέσεις και άλλες δραστηριότητες, όταν τεκμηριώνεται αρμοδίως ότι δεν βλάπτουν τα βασικά χαρακτηριστικά και την ακεραιότητα του οικοτόπου κι ακόμη υλοποιούνται μέσα στα πλαίσια που ορίζει το αυστηρότατο Ευρωπαϊκό Νομοθετικό πλαίσιο, η οδηγία 92/43/EE και η ΚΥΑ 33318/3028/28-12-1998 (ΦΕΚ 1289 Β) που εκδόθηκε σε συμμόρφωση με την οδηγία. Οι αρμόδιες αρχές (διοίκηση αλλά και οι εξειδικευμένοι φορείς διαχείρισης) οφείλουν να εξετάζουν όλες τις αναπτυξιακές εναλλακτικές λύσεις/προτάσεις, το προσδοκώμενο από αυτές δημόσιο συμφέρον καθώς και την ιδιαίτερη οικονομική και κοινωνική σημασία τους και να καθορίζουν όλα τα αναγκαία αντισταθμιστικά μέτρα μελετώντας και τις συγκριτικές επιδόσεις τους σε σχέση με τους στόχους διατήρησης του οικοτόπου, την ακεραιότητά του και τη συμβολή του στη συνολική συνοχή του δικτύου.

Η προβλεπόμενη κατά την περιβαλλοντική αδειοδότηση διαδικασία της «στάθμισης» (“appropriate assessment”), εφόσον εφαρμόζεται συνετά από τη διοίκηση και στο υψηλότερο δυνατόν διοικητικό επίπεδο, είναι δυνατόν να διασφαλίζει στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, την «διατηρησιμότητα» («sustainability») των οικοτόπων και της περιεχομένης βιοποικιλότητας, την ορθή εκτίμηση θετικού ή αρνητικού τελικού «ισοζυγίου» λαμβανομένης υπόψιν και της οικονομικής βιωσιμότητας των υπό εξέταση δραστηριοτήτων. Σε κάθε περίπτωση που η «στάθμιση» αφενός της εκτιμώμενης περιβαλλοντικής βλάβης στο φυσικό κι ανθρωπογενές περιβάλλον και αφετέρου της εκτιμώμενης ωφέλειας, σε τοπικό, περιφερειακό ή εθνικό επίπεδο κατά περίπτωση σε συνδυασμό, δεν οδηγεί σε συγκερασμό τους κατά τρόπο που θα διασφαλίζει τη ισόρροπη και βιώσιμη ανάπτυξη, όπως επιτάσσει ο συντακτικός νομοθέτης και έχει δεχθεί η νομολογία του ΣτΕ, υφίσταται η δυνατότητα από την διοίκηση ενδελεχούς επανεξέτασης ή/και απόσυρσης του προταθέντος σχεδίου ή έργου.

Η λύση δηλαδή (κι εδώ εντάσσεται και το θέμα της δόμησης) περνάει μέσα από την ειδική και τεκμηριωμένη κατά περίπτωση αποδοχή/απόρριψη και όχι μέσα από τον συλλήβδην αφορισμό. Το ερώτημα είναι πως μπορεί να γίνει αυτό σε μια διοίκηση με τεκμηριωμένα ασθενή αντανακλαστικά και μια κοινωνία μάλλον αδιάφορη για την ουσία της περιβαλλοντικής προστασίας. Εδώ η απάντηση είναι απλή αλλά εξίσου δραματική: αν δεν αλλάξουν αυτά, ας μην ελπίζουμε σε τίποτε, ας μην προσδοκούμε τίποτε, ας φορέσουμε τα “παπιγιόν” ως ευρωπαίοι εξυπηρετητές και ίσως εκεί τα καταφέρουμε, αν και ούτε αυτό το πιστεύω με τα υπάρχοντα δεδομένα.

Η βιοποικιλότητα και η αειφορική εξέλιξή της αποτελεί ανανεώσιμο φυσικό πόρο επιβίωσης και γι’ αυτό είναι «εξ αδιαιρέτου» αγαθό και πολύτιμη παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές. Τα υγιή οικοσυστήματα μπορούν να αντεπεξέρχονται καλύτερα στις αλλαγές του περιβάλλοντος, και αποτελούν την μεγάλη μας ελπίδα απέναντι στις επερχόμενες κλιματικές αλλαγές. Το ίδιο όμως συμβαίνει και με τις παραγωγικές δραστηριότητες, οι οποίες είναι απολύτως απαραίτητες για την βιώσιμη ανάπτυξη, τη διατήρηση του κοινωνικού ιστού και την προοπτική του αξιοβίωτου βίου. Η συναινετική συνύπαρξη είναι ένα δύσκολο έργο που καλούμαστε να επιτελέσουμε ο καθένας από το εργασιακό του «μετερίζι».

Το διαχρονικό ερώτημα είναι «πότε επιτέλους θα ξεπεράσουμε το στάδιο της αδιαφορίας και της ανεπάρκειας, ώστε να καταφέρουμε κάποτε να διαφυλάξουμε επί της ουσίας την πολύτιμη φυσική μας κληρονομιά χωρίς να σταματήσουμε την οικονομική ανάπτυξη;».

Πότε θα καταφέρουμε να δούμε την ουσία ότι δηλ. η ελληνική φύση αποτελεί διαχρονικό στοιχείο της ελληνικής ψυχής, αλλά παράλληλα και ζωτικό εθνικό κεφάλαιο για την επιβίωσή της! Νοιάζεται κανείς;

Σχετικά Άρθρα