Η Ε Επιτροπή, από κοινού με τα κράτη μέλη και τους ενδιαφερομένους, έχει προσδιορίσει 14 πρώτες ύλες οι οποίες θεωρούνται ως κρίσιμης σημασίας σε επίπεδο ΕΕ , ενώ παράλληλα επεξεργάστηκε μια διαφανή, καινοτόμο και ρεαλιστική μεθοδολογική προσέγγιση για τον καθορισμό του «κρίσιμου χαρακτήρα»
Ως κρίσιμης σημασίας πρώτες ύλες θεωρούνται εκείνες οι οποίες εμφανίζουν ιδιαίτερα υψηλό κίνδυνο ανεπαρκούς προσφοράς κατά τα επόμενα 10 έτη και οι οποίες είναι ιδιαίτερα σημαντικές για την αλυσίδα της προστιθέμενης αξίας.
Ο κίνδυνος προσφοράς σχετίζεται με τη συγκέντρωση της παραγωγής σε ελάχιστες χώρες, καθώς και με τη χαμηλή τη συγκέντρωση της παραγωγής σε ελάχιστες χώρες, καθώς και με τη χαμηλή πολιτικο- οικονομική σταθερότητα ορισμένων εκ των προμηθευτών.
Σε πολλές περιπτώσεις ο κίνδυνος αυτός επαυξάνεται λόγω της χαμηλής υποκαταστασιμότητας και των χαμηλών ποσοστών ανακύκλωσης. Συχνά, ο σταθερός εφοδιασμός έχει σημασία για την επίτευξη των στόχων της πολιτικής για το κλίμα, καθώς και για την τεχνολογική καινοτομία.
Παραδείγματος χάρη, οι σπάνιες γαίες έχουν ζωτική σημασία για τους υψηλής απόδοσης μόνιμους μαγνήτες ανεμογεννητριών ή ηλεκτρικών οχημάτων, για τους καταλυτικούς μετατροπείς αυτοκινήτων και για τις κάρτες τυπωμένου κυκλώματος, τις οπτικές ίνες και τους υπεραγωγούς υψηλών θερμοκρασιών. Η ΕΕ εξαρτάται απολύτως από τις εισαγωγές, με την Κίνα να αντιπροσωπεύει το 97% της παγκόσμιας παραγωγής το 2009. Συγχρόνως, προς το παρόν δεν υπάρχουν εμπορικώς βιώσιμες μέθοδοι ανακύκλωσης ή υποκατάστασης των σπάνιων γαιών.
Η Ε Επιτροπή:
– θα παρακολουθεί τα ζητήματα που σχετίζονται με τις κρίσιμου χαρακτήρα πρώτες ύλες, με σκοπό τον καθορισμό δράσεων προτεραιότητας, και θα εξετάζει το θέμα αυτό με τα κράτη μέλη και τους ενδιαφερομένους·
– θα επικαιροποιεί τακτικά, και οπωσδήποτε ανά 3 έτη, τον κατάλογο των κρίσιμου χαρακτήρα πρώτων υλών.