ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΕΤΑΛΛΕΙΑΣΜΕΤΑΛΛΕΙΑΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΟ ΛΑΥΡΙΟ

Τα μεταλλεία Λαυρίου και το Λαυρεωτικό ζήτημα

Ορυκτολογικό-Μεταλλευτικό Μουσείο Αγ. Κωνσταντίνου (Καμάριζας) Λαυρεωτικής, Φωτ. Π. Τζεφέρη

Τα μεταλλεία του Λαυρίου γνώρισαν ιδιαίτερη άνθηση στην αρχαία εποχή της Αθηναϊκής Δημοκρατίας και λειτούργησαν μέχρι και τον 2ο αιώνα μ.Χ. Το ενδιαφέρον γι’αυτά επανήλθε τη δεκαετία του 1860, όταν ο μεταλλειολόγος Ανδρέας Κορδέλλας, ως εμπειρογνώμονας του ελληνικού κράτος, συνέταξε ειδική έκθεση σχετικά με την επαναλειτουργία των λατομείων ύστερα από αίτηση που είχε υποβάλει προς τις αρμόδιες υπηρεσίες ο Γεώργιος Παχής που ήθελε να δημιουργήσει μεταλλεία. Στην έκθεση αυτή ο Κορδέλλας μεταξύ άλλων αποφαινόταν πως η εκμετάλλευση των μεταλλείων θα μπορούσε να είναι επικερδής γι’αυτό και θα έπρεπε να παραμείνει στην κυριότητα του ελληνικού κράτους.

Την ίδια περίοδο ο Ιωάννης Βαπτιστής Σερπιέρης έλαβε γνώση σχετικά με τα μεταλλεύματα του Λαυρίου. Γι’αυτό το λόγο επισκέφθηκε την Ελλάδα όπου ήρθε σε επαφή με τον Ανδρέα Κορδέλλα, ο οποίος και τον έπεισε να αναζητήσει τα απαραίτητα κεφάλαια προκειμένου να εκμεταλλευτεί τα μεταλλεύματα αργυρούχου μολύβδου, αλλά και τα υπολείμματα από τις αρχαίες εκμεταλλεύσεις, όπως ακριβώς έκανε και ο πατέρας του στη Σαρδηνία.

Επιστρέφοντας στην Ελλάδα ίδρυσε, το 1864, την εταιρεία “Roux – Serpieri – Fressynet C.E.” Το ίδιο έτος πέτυχε να χορηγηθεί στην εταιρεία άδεια από το υπουργείο Οικονομικών για την εκμετάλλευση των Μεταλλείων. Γι’αυτό το λόγο παραχωρήθηκαν 10.791 στρέμματα, ενώ η  συνολική επένδυση της εταιρείας υπολογίζεται στο μισό εκατομμύριο φράγκα και ήταν μια από τις σημαντικότερες της εποχής στον τομέα της βιομηχανίας.Το 1865 είχαν πια τοποθετηθεί οι κάμινοι και είχε αρχίσει να παράγεται μεταλλικός αργυρούχος μόλυβδος.

Η εκμετάλλευση των εκβολάδων
Ανδρέας Κορδέλλας, Ιωάννης Βαπτιστής Σερπιέρης

Η εκμετάλλευση των καταλοίπων από τις εξορύξεις και τις επεξεργασίες, που γίνονταν στην αρχαία Ελλάδα και υπήρχαν στην επιφάνεια του εδάφους, απέφερε στην εταιρεία σημαντικό κέρδος. Με βάση τον ισχύοντα τότε νόμο η εταιρεία δεν απέδιδε φόρο στο ελληνικό δημόσιο για την εκμετάλλευση αυτών. Η αντιπολίτευση, με προεξέχοντα τον Επαμεινώνδα Δεληγεώργη, επισήμανε το συγκεκριμένο ζήτημα με αποτέλεσμα λόγω της πίεσης αυτής αλλά και εκ μέρους της κοινής γνώμης, η τότε κυβέρνηση Κουμουνδούρου προχώρησε στην ψήφιση του νόμου Υ΄ περί Λαυρίου βάσει του οποίου θεσπίζονταν οι προϋποθέσεις για την εκμετάλλευση των εκβολάδων καθώς και αυστηρή φορολογία για την εκμετάλλευσή τους. Ο συγκεκριμένος νόμος κάλυψε το νομικό κενό που υπήρχε προστατεύοντας παράλληλα τα δικαιώματα του δημοσίου.

Η εταιρεία αντέδρασε έντονα υποστηρίζοντας πως στην παραχώρηση των μεταλλείων δεν διευκρινιζόταν αυτή η παράμετρος και ως εκ τούτου είχε δικαίωμα εξόρυξης και του υπόγειου αλλά και του υπέργειου πλούτου. Η εταιρεία προτίμησε να απευθυνθεί στην ιταλική και γαλλική κυβέρνηση προκειμένου να μεσολαβήσουν υπερ της απαιτώντας αποζημίωση 20 εκατομμυρίων φράγκων. Η κυβέρνηση Κουμουνδούρου αντιπρότεινε έντεκα εκατομμύρια φράγκα. Οι πιέσεις των ξένων δυνάμεων με τον καιρό άρχισαν να γίνονται εντονότερες ενώ όλες οι διαπραγματεύσεις πραγματοποιούντο υπό την δαμόκλειο σπάθη των κανονιοφόρων που απειλούσαν ότι θα στείλουν.

Μέσα σε αυτό το κλίμα έντασης και πιέσεων η κυβέρνηση Κουμουνδούρου παραιτήθηκε και σχηματίστηκε κυβέρνηση υπό τον Θρασύβουλο Ζαΐμη, η οποία όμως παραιτήθηκε στις 25 Δεκεμβρίου του 1871 οπότε σχηματίστηκε κυβέρνηση υπό τον Δημήτριο Βούλγαρη. Κατά τη διάρκεια της θητείας αυτής οι διαπραγματεύσεις πάγωσαν για ένα διάστημα. Μετά και την αποπομπή της κυβέρνησης Βούλγαρη, πρωθυπουργός διορίστηκε ο Ε.Δεληγεώργης, του οποίου η κυβέρνηση κράτησε σκληρή στάση απέναντι στις ξένες κυβερνήσεις.

Μπροστά στο αδιέξοδο, ο πρωθυπουργός και ο βασιλιάς Γεώργιος, ο οποίος διαδραμάτιζε παρασκηνιακό ρόλο σε όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, απευθύνθηκαν στον ομογενή τραπεζίτη Ανδρέα Συγγρό που είχε εγκατασταθεί στην Αθήνα προερχόμενος από την Κωνσταντινούπολη. Ο τελευταίος, ως πληρεξούσιος της Τράπεζας Κωνσταντινουπόλεως, κατόρθωσε να έρθει σε συμφωνία με την γαλλοιταλική εταιρία και τον Φεβρουάριο του 1873 υπογράφηκε συμφωνία μεταβίβασης των μεταλλείων σε νεοσυσταθείσα εταιρεία με την επωνυμία Ελληνική Εταιρεία Μεταλλουργείων Λαυρίου.

Από την αρχή της διένεξης η πολιτική δημαγωγία, με πρωταγωνιστή τον Δεληγεώργη, σχετικά με τα αμύθητα πλούτη του Λαυρίου δημιούργησε έναν μύθο. Η πίστη σχετικά με την αξία του μεταλλείου αυξανόταν καθημερινά. Κυρίαρχη ήταν η αίσθηση ότι το Λαύριο θα πλούτιζε μια για πάντα τον κάθε Έλληνα ενώ από μερίδα του τύπου χαρακτηριζόταν ως το ελληνικό Ελντοράντο. Η φημολογία γύρω από τα τεράστια αποθέματα του Λαυρίου οδήγησαν χιλιάδες Έλληνες, απ’όλες τις οικονομικές τάξεις, στην αγορά μετοχών εκτοξεύοντας συνεχώς την τιμή τους.

Με την πάροδο του χρόνου οι προσδοκίες εξαντλήθηκαν με συνέπεια η τιμή της μετοχής να καταγράψει ραγδαία πτώση (σχεδόν 70%). Η πτώση αυτή είχε σαν αποτέλεσμα τον διπλασιασμό των πτωχεύσεων και τον εξανεμισμό των μικροαποταμιεύσεων, χαρακτηρίζεται δε ως η μεγαλύτερη μεταφορά κεφαλαίου στην Ελλάδα από τις κατώτερες τάξεις στις ανώτερες.

Σχετικά Άρθρα