[του Πέτρου Τζεφέρη]
Στις περιπτώσεις που η διοίκηση καλείται να λάβει αποφάσεις για την εγκατάσταση εκμεταλλεύσεων λατομείων ή μεταλλείων, απαιτείται να υφίσταται συγκερασμός της προστασίας του περιβάλλοντος με την οικονομική και την κοινωνική ανάπτυξη ώστε να επιτυγχάνεται η αρχή της αειφόρου ή βιώσιμης ανάπτυξης.
Η βασική αρχή της μεταλλευτικής επιστήμης είναι η επιδίωξη της μέγιστης δυνατής συνολικής οικονομικής απόδοσης των κοιτασμάτων, που προϋποθέτει τη συνέχιση της εξόρυξης, μέχρι να ολοκληρωθεί κατά το δυνατόν η απόληψή τους. Παράλληλα, τόσο η συνταγματικά κατοχυρωμένη ως άνω αρχή της «αειφορίας» (άρθρο 24 παρ. 1) όσο και η αδήριτη ανάγκη για περιβαλλοντική προστασία, επιβάλλουν την ορθολογική εκμετάλλευση, τη μη κατάτμηση των κοιτασμάτων και εγκατάλειψη ανεκμετάλλευτων τμημάτων τους, γεγονός που θα οδηγούσε αφενός σε ματαίωση της ενδεχόμενης μελλοντικής αξιοποίησής τους, κι αφετέρου, σε διάνοιξη νέων εξορύξεων σε άλλες θέσεις με παράλληλη πρόκληση περιβαλλοντικής ζημίας.
Κατ’ επέκταση κριτήριο για τη διάρκεια ισχύος των αδειών εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων δεν πρέπει να είναι το εάν έχουν ξεπερασθεί κάποια χρονικά όρια, αλλά η ύπαρξη ή όχι εκμεταλλευσίμων αποθεμάτων. Μέσα σ’ αυτό το πνεύμα άλλωστε κινούνται οι προτεινόμενες με το νέο λατομικό νομοσχέδιο διατάξεις, σχετικά με την χρονική διάρκεια των αδειών εκμετάλλευσης και των αντιστοίχων μισθώσεων λατομικών χώρων.
Επιπλέον, για την ορθή ερμηνεία του όρου της “φειδωλής εξόρυξης” θα πρέπει να ληφθεί υπόψιν το γεγονός ότι η οικονομική βιωσιμότητα της εκμετάλλευσης ενός ορυκτού πόρου είναι δυναμική και εξαρτάται από πολλές παραμέτρους που σχετίζονται με τον χρόνο και σε πολλές περιπτώσεις δεν είναι δυνατή η πρόβλεψή τους παρά μόνο σε πολύ περιορισμένο χρονικό πλαίσιο.