ΟΡΥΚΤΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ ΔΙΕΘΝΩΣΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ/ΒΙΩΣΙΜΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ

Ισχυρή και ασθενής βιωσιμότητα (I)

[του Πέτρου Τζεφέρη] [by Tzeferis Petros]


Η βιώσιμη ανάπτυξη αποτελεί το κορυφαίο ζητούμενο του  αιώνα μας. Σύμφωνα με τον πιο γνωστό ορισμό της (έκθεση “Brundtland”) αναφέρεται στην ανάπτυξη εκείνη “η οποία είναι σύμφωνη με τις ανάγκες της παρούσης γενεάς αλλά δεν  διακινδυνεύει τις ευκαιρίες να ικανοποιηθούν επίσης οι ανάγκες της επόμενης γενεάς”. Με τον ορισμό αυτό δίνεται στην έννοια και ένας χαρακτήρας πλανητικός, κάτι που αυτόματα δυσχεραίνει σε μεγάλο βαθμό την προσπάθεια ένταξής της σε συγκεκριμένους στόχους αλλά και κανόνες για την υλοποίησή της.

Η προσέγγιση της ΕΕ για τη βιώσιμη ανάπτυξη είναι η λεγόμενη «προσέγγιση των τριών πυλώνων» (οικονομική αποτελεσματικότητα, περιβαλλοντική προστασία, κοινωνική δικαιοσύνη), η οποία προϋποθέτει την ενσωμάτωση των οικονομικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών πολιτικών. Η ανάπτυξη μπορεί να θεωρηθεί βιώσιμη εάν και μόνο αν το παραγόμενο αποτέλεσμα από τη χρήση του συνολικού αποθέματος του κεφαλαίου (φυσικού και ανθρωπογενούς)δηλαδή η «ευημερία», παραμένει σταθερό ή αυξάνεται με την πάροδο του χρόνου (GHK, 2002).

Αν η  έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης εξεταστεί με βάση τη διατήρηση του αποθέματος φυσικού κεφαλαίου, το απόθεμα αυτό -κατά μία άποψη -δεν πρέπει να αποδίδεται φθίνον με την πάροδο του χρόνου. Η υπόθεση όμως πως το απόθεμα του φυσικού κεφαλαίου πρέπει οπωσδήποτε να διατηρείται σταθερό είναι «άκαμπτη» και σε πολλές περιπτώσεις μη ρεαλιστική. Στην πραγματικότητα αυτή ισχύει μόνο στην περίπτωση των ανανεώσιμων φυσικών πόρων (θεωρητικά πάντα) και λιγότερο ή καθόλου στην περίπτωση των μη ανανεώσιμων φυσικών πόρων, όπως πχ. η περίπτωση των ορυκτών πρώτων υλών. Οι έννοιες της ισχυρής βιωσιμότητας (strong sustainability) και της ασθενούς βιωσιμότητας (weak sustainability) έχουν εισαχθεί ακριβώς για την διάκριση μεταξύ των δύο αυτών περιπτώσεων (European Commission Secretariat General, 2004).

Η ισχυρή βιωσιμότητα δεν επιτρέπει την  υποκατάσταση ανάμεσα σε διαφορετικούς τύπους κεφαλαίου, θεωρώντας ότι υφίστανται ορισμένα στοιχεία του φυσικού κεφαλαίου  τα οποία δεν δύνανται  να υποκατασταθούν από αντίστοιχης αξίας ανθρωπογενές κεφάλαιο (παρά μόνο σε πολύ περιορισμένη βάση). Σύμφωνα με την θεωρία αυτή, υπάρχουν λειτουργίες και  υπηρεσίες των οικοσυστημάτων οι οποίες είναι ζωτικές για την ανθρώπινη επιβίωση, είναι υπηρεσίες υποστήριξης της ζωής και συνεπώς δεν μπορούν να υποκατασταθούν.

Η ασθενής βιωσιμότητα επιτρέπει την  υποκατάσταση ανάμεσα σε διαφορετικούς τύπους κεφαλαίου είτε φυσικού είτε ανθρωπογενούς, θεωρώντας ότι δεν απαιτείται για το περιβάλλον  μία ειδικότερη μεταχείριση. Το περιβάλλον, σύμφωνα με την θεωρία αυτή, είναι απλά ένα άλλο είδος κεφαλαίου.

Σύμφωνα με την ασθενή βιωσιμότητα, η ανάπτυξη μπορεί να θεωρηθεί βιώσιμη αν και εφόσον το συνολικό απόθεμα κεφαλαίου παραμένει σταθερό και συνεπώς το κεφάλαιο που μεταβιβάζεται είναι όχι λιγότερο από αυτό που υφίσταται σήμερα. Αυτός  είναι ο σταθερός κεφαλαιακός κανόνας της ασθενούς βιωσιμότητας, οποία βασίζεται στην τέλεια υποκαταστασιμότητα ανάμεσα στις διαφορετικές μορφές του κεφαλαίου.

Βάσει των ανωτέρω έχουν προκύψει στη διεθνή βιβλιογραφία τέσσερις προσεγγίσεις της βιώσιμης ανάπτυξης (Turner et al, 1994):

  • Η πολύ ισχυρή βιωσιμότητα σύμφωνα με την οποία δεν επιτρέπεται η υποκαταστασιμότητα μεταξύ των διαφορετικών μορφών κεφαλαίου,
  • Η ισχυρή βιωσιμότητα σύμφωνα με την οποία επιτρέπεται η εν μέρει υποκαταστασιμότητα μεταξύ των κεφαλαίων,
  • Η ασθενής βιωσιμότητα σύμφωνα με την οποία επιτρέπεται η υποκαταστασιμότητα των κεφαλαίων μέχρι ορισμένων -μη εύκολα προσδιορίσιμων- ορίων,
  • Η πολύ ασθενής βιωσιμότητα σύμφωνα με την οποία επιτρέπεται η πλήρης υποκαταστασιμότητα των κεφαλαίων.

Σχετικά Άρθρα