ΑΔΡΑΝΗ & ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΑ ΟΡΥΚΤΑΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑΣΥΓΚΕΝΤΡΩΤΙΚΕΣ ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΟΠΥ

Αδρανή δομικά υλικά και συναφή προϊόντα για τη διετία 2011-2012

[του Πέτρου Τζεφέρη] [by Tzeferis Peter]

Ο τομέας των αδρανών δομικών υλικών καθώς και όλοι οι συναφείς με τα δομικά υλικά κλάδοι, παρουσίασαν έντονη κάμψη λόγω της συνέχισης και κορύφωσης της ύφεσης στην οικοδομική δραστηριότητα και τις κατασκευές. Η παρατεταμένη ύφεση στην εγχώρια αγορά οδήγησε τις εταιρείες του κλάδου σε προβληματική λειτουργία και σε ορισμένες περιπτώσεις σε οριστικό κλείσιμο.

 Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας, οι οποίες επιβεβαιώνονται και από τον Σύνδεσμο Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων (ΣΜΕ) η παραγωγή των πρωτογενών αδρανών υλικών σε εθνικό επίπεδο κυμάνθηκε σε 25 εκατ. tn περίπου (38 εκατ. tn για το 2011) καταγράφοντας νέο ιστορικό χαμηλό. Είναι ενδεικτικό ότι πριν την περίοδο της κρίσης, όταν οι παραγωγές προσέγγιζαν τους 100 εκατ. tn ετησίως, το δεδομένο αυτό (των 25 εκατ. tn) αποτελούσε εκτίμηση που αφορούσε μόνο την παράνομη –μη καταγραφόμενη- εξορυκτική δραστηριότητα στον τόπο μας!
 Στον τομέα των ανακυκλωμένων αδρανών από αδρανή απόβλητα, όπως πχ. τα Απόβλητα Εκσκαφών Κατασκευών & Κατεδαφίσεων (ΑΕΚΚ, προκύπτουν από δραστηριότητες όπως η κατασκευή των κτιρίων και των δημοσίων υποδομών, ολική ή μερική κατεδάφιση κτιρίων και υποδομών κλπ) είναι ελπιδοφόρο ότι μετά την καθιέρωση του σχετικού θεσμικού πλαισίου (ΚΥΑ 36259/1757/Ε103/2010 (ΦΕΚ 1312Β/ 24-08-2010), Απόφαση 2011/753/ΕΕ) ήδη εντός της διετίας 2011-2012 εγκρίθηκαν από την Πολιτεία (Ελληνικό Οργανισμό Ανακύκλωσης, Ε.Ο.ΑΝ) πέντε (5) Συλλογικά Συστήματα Εναλλακτικής διαχείρισης, τα οποία καλύπτουν ένα μεγάλο μέρος της επικράτειας. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι η ποσότητα των αποβλήτων που παράγονται από τις διάφορες οικοδομικές εργασίες (κατασκευές και κατεδαφίσεις) στην Ελλάδα εκτιμώνται σε 2-3 εκατ. τόνους ετησίως. Δεδομένου ότι μέχρι σήμερα δεν υπήρχε ένα οργανωμένο δίκτυο συλλογής και αξιοποίησης τους, η διαχείριση των υλικών αυτών σήμερα γινόταν αποσπασματικά, δημιουργώντας μεγάλα προβλήματα στο περιβάλλον εξαιτίας της ανεξέλεγκτης διάθεσής τους.
 Οι συναφείς (με τα αδρανή) κλάδοι που αφορούν στην παραγωγή ποζολάνης και πυριτικού, τα προϊόντα τσιμέντου/σκυροδέματος, τα προϊόντα ανθρακικού ασβεστίου κλπ. δοκιμάστηκαν έντονα τη διετία 2011-2012. 
Το 2012 η παραγωγή ποζολάνης σημείωσε νέο αρνητικό ιστορικό δεκαετίας στους 280 χιλ. tn (350 χιλ. tn για το 2011) ακριβώς λόγω της κύριας χρήσης του υλικού αυτού ως πρόσμικτου στο τσιμέντο, του οποίου η χρήση στην εσωτερική αγορά έχει υποστεί τεράστια κάμψη. Ενδεικτικό είναι ότι η παραγωγή ποζολάνης από την την ΛΑΒΑ ΑΕ στην Ξυλοκερατιά Μήλου το 2012 περιορίστηκε σε 139 χιλ. (το 2011 ήταν 178 χιλ. tn , το 2010 ήταν 258 χιλ. tn και το 2009 440 χιλ. tn ) ενώ η αντίστοιχη παραγωγή της ΙΝΤΕΡΜΠΕΤΟΝ ΑΕ από το ορυχείο της επίσης στην Ξυλοκερατιά Μήλου ήταν για το 2012 μηδενική.
 Μηδενική ήταν και η παραγωγή πυριτικού και καολίνη σε επίπεδο χώρας, η παραγωγή ποζολανών ειδικών χρήσεων (πχ. για ειδικά δομικά κονιάματα, πληρωτικά υλικά κλπ) καθώς και η παραγωγή προϊόντων χαλαζία-χαλαζίτη.
Ανάλογα επλήγησαν και τα προϊόντα της κεραμικής βιομηχανίας, τα προϊόντα ανθρακικού ασβεστίου (μαρμαρόσκονη, δομικά κονιάματα κλπ) και η κίσσηρις (ελαφρόπετρα) η οποία τη διετία 2011-2012 διατηρήθηκε στα χαμηλά επίπεδα παραγωγής κάτω από 400 χιλ. tn. Συγκεκριμένα, για την ελαφρόπετρα παρήχθησαν από το Γυαλί Νυσίρου (ΛΑΒΑ ΑΕ) το 2012 περίπου 385 χιλ tn πρωτογενούς υλικού (έναντι 470 χιλ tn το 211) με συνολική αξία πωλήσεων 4,3 εκατ. ευρω (έναντι 3,86 εκατ. Ευρω για το 2011). Ενδεικτικά αναφέρεται ότι σε περιόδους πριν από την κρίση η παραγωγή αλλά και διάθεση ελαφρόπετρας από το Γυαλί ξεπερνούσε σταθερά τους 800 χιλ. tn και η αξία πωλήσεων τα 6-7 εκατ. ευρω.
Η παραγωγή γύψου κατά το 2012 αυξήθηκε κυρίως λόγω της σχετικής αύξησης των εξαγωγών, οι οποίες υπερέβησαν το 50% του συνολικού όγκου της παραγωγής. Χαρακτηριστικά αναφέρεται η παραγωγή γύψου για την εταιρεία ΛΑΒΑ ΑΕ, από το Αλτσί Σητείας Λασιθίου Κρήτης, όπου από το σύνολο της παραγωγής των 224 χιλ. tn για το 2012, οι εξαγωγές αφορούσαν 158,5 χιλ. tn (ποσοστό 70,5% ) και η εσωτερική κατανάλωση 65,5 χιλ. tn (ποσοστό 29,5 %). Τα αντίστοιχα ποσοστά για το 2011 ήταν παραγωγή 260 χιλ. tn (εξαγωγές αφορούσαν 168 χιλ. tn , ποσοστό 65% ) και η εσωτερική κατανάλωση 92 χιλ. tn (ποσοστό 35%).

Σχετικά Άρθρα