ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ/ΒΙΩΣΙΜΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ

Αποκατάσταση Υπαίθριων Εξορυκτικών Εκμεταλλεύσεων

Η εξορυκτική δραστηριότητα έχει ορατό περιβαλλοντικό αποτύπωμα μέσα στο φυσικό περιβάλλον, ειδικότερα στην περίπτωση των υπαίθριων εκμεταλλεύσεων (open pit), εντούτοις η αναμενόμενη «βλάβη» είναι υπό προϋποθέσεις περιορισμένη, προσωρινή κι αναστρέψιμη.

Στο ανωτέρω βίντεο βλέπουμε μεθόδους περιβαλλοντικής αποκατάστασης από συγκεκριμένη εταιρεία που διαχρονικά έχει επιδείξει υπευθυνότητα δράσης στον τομέα.
Οι επιπτώσεις της εξόρυξης αφορούν κυρίως στο τοπίο, την βιοποικιλότητα, τον θόρυβο και άλλες οχλήσεις για τις τοπικές κοινότητες. Επίσης είναι δυνατή η αέρια ρύπανση (έκλυση σκόνης ή καυσαερίων) κατά τις διάφορες φάσεις των εξορυκτικών εργασιών καθώς και –σπανιότερα- η ρύπανση των επιφανειακών και υπογείων υδάτων, λόγω αλλαγής τη κοίτης χειμάρρων ή καταστροφής του υδροφόρου ορίζοντα. Εντούτοις, το περιβαλλοντικό αποτύπωμα ενός εξορυκτικού έργου είναι δυνατόν να ελεγχθεί κι αυτό σχετίζεται με τον αποτελεσματικό σχεδιασμό, την ασφαλή λειτουργία, την διαχείριση των εξορυκτικών αποβλήτων και την περαιτέρω αποκατάστασή του.

Τα ληπτέα μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος, συνήθως δεν στοχεύουν να εξαλείψουν τα «προβλήματα», αλλά να τα περιορίσουν σε ανεκτά επίπεδα. Οι μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων για την αποκατάσταση των θιγόμενων επιφανειών θα πρέπει να είναι ρεαλιστικές, και να συμπεριλαμβάνουν μέτρα για την αποκατάσταση του περιβάλλοντος και μετά τη λήξη των εκμεταλλεύσεων. Στην περίπτωση των υπογείων εργασιών δεν υφίσταται τόσο το περιβαλλοντικό αποτύπωμα όσο ο κίνδυνος ενδεχόμενων κατολισθήσεων που είναι γνωστό, για τους παροικούντες την Ιερουσαλήμ, ότι μπορεί επίσης να ελεγχθεί.

 Επίσης η διαχείριση των εξορυκτικών αποβλήτων μπορεί να ελεγχθεί αν γίνεται με τρόπο ώστε α) να μην τίθεται σε κίνδυνο η ανθρώπινη υγεία β) να μην χρησιμοποιούνται μέθοδοι που μπορούν να βλάψουν το περιβάλλον, και ειδικότερα τα ύδατα, τον αέρα, το έδαφος , την πανίδα και τη χλωρίδα και γ) να μην προκαλείται όχληση από θόρυβο ή οσμές ούτε να επηρεάζεται αρνητικά το τοπίο και οι τοποθεσίες ιδιαίτερου ενδιαφέροντος (ΚΥΑ 39624/2209/Ε103/2009 (ΦΕΚ 2076B/25.9.2009), ενσωμάτωση οδηγίας 2006/21/EU,για τα απόβλητα εξορυκτικής βιομηχανίας).

Για την περίπτωση των μεταλλουργικών μονάδων, που σαφώς σχετίζονται μόνο έμμεσα με την εξορυκτική βιομηχανία, θα τολμούσαμε να αυτοσαρκαστούμε λέγοντας ότι η Eλλάδα, αν εξαιρέσει κανείς τη «Λάρκο» και το «Αλουμίνιο της Ελλάδος» που χρονολογούνται από τις δεκαετίες του ‘50 και ‘60, κατάφερε να μην διαθέτει «Εξαγωγικές Μεταλλουργίες» οπότε δεν κινδυνεύει από τα υγρά και αέρια τυχόν απόβλητά τους! Ειδικότερα δεν διαθέτει καμία υδρομεταλλουργική βιομηχανία.

Τέλος, τα θέματα διασυνοριακής ρύπανσης έχουν μπει σε μια ορθολογική διαχειριστική βάση με μια σειρά από Διεθνείς Περιβαλλοντικές Συμβάσεις Διασυνοριακού Χαρακτήρα, οι περισσότερες των οποίων έχουν κυρωθεί από τη Χώρα μας. Ενδεικτικά αναφέρεται η Διεθνής Σύμβαση Εspoo για την Εκτίμηση των Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (EΠE) σε Διασυνοριακά Πλαίσια (Espoo, Φιλανδία 25/2/1994), η οποία ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι για ορισμένες κατηγορίες έργων και δραστηριοτήτων – μεταξύ των οποίων είναι τα μεταλλεία και τα εργοστάσια επεξεργασίας μετάλλων, τα οποία ενδέχεται να έχουν διασυνοριακές περιβαλλοντικές επιπτώσεις, όλες οι αποφάσεις λαμβάνονται από κοινού και «επί ίσοις όροις» με τις επηρεαζόμενες χώρες.

Με βάση τα επίσημα στοιχεία της ΕΣΥΕ (2000) σε σύνολο 132 εκ. στρεμμάτων στην ελληνική επικράτεια, η ζώνη διατάραξης από τις εξορυκτικές δραστηριότητες καταλαμβάνει (μαζί με τα εργοτάξια και τις χωματερές) 270.000 στρέμματα. Ακόμη κι αν στα παραπάνω προσθέσουμε τις Μεταλλευτικές Παραχωρήσεις (ΠΜ), οι περισσότερες των οποίων είναι σε «δικαιολογημένη αργία», η «μεταλλεία» ζήτημα είναι να καταλαμβάνει περί το 1-1,5% της ελληνικής χερσαίας επικράτειας.

Όταν, σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, η κατανομή χρήσεων γης ήταν (2000): γεωργία 29 εκ. στρ (22 %), κτηνοτροφία 36 εκ. στρ (27 %), δάση-βλάστηση 63 εκ. στρ (47 %), εκτάσεις με νερά 2 εκ. στρ., τεχνητές εκτάσεις 2,6 εκ. στρ. (2%), στις οποίες περιλαμβάνονται η Αστική Δόμηση (2 εκ. στρ.), Βιομηχανία-Βιοτεχνία (213.000 στρ.) και Ορυχεία-Χωματερές-Εργοτάξια (270.000 στρ.).
 Όταν μόνο από τις δασικές φωτιές του 2007 στην Πελοπόννησο ερήμωσαν πάνω από 2.5 εκατ. στρέμματα, πολλά από το οποία μέσα στη χερσαία ελλαδική ζώνη του δικτύου Natura 2000.
 Και το ερώτημα που προβάλει με σαφήνεια: είναι υπερβολικό να επιθυμούμε να διαθέσουμε το 0,3 με 0.4 % του εδάφους της χώρας μας για την (στοχευμένη κι εντός των επιτρεπομένων από το χωροταξικό περιοχών) εξόρυξη, τις χωματερές και τη βιομηχανία; Ποσοστό, που με την προσθήκη των γεωγραφικά διεσπαρμένων και σε «δυνητική αχρηστία», στο μεγαλύτερο ποσοστό τους μεταλλευτικών παραχωρήσεων, φτάνει το ελαχιστότατο 1-1.5%; ‘H μήπως η εναπομείνασα και συνεχώς φθίνουσα εξορυκτική βιομηχανία ευθύνεται για όλα τα περιβαλλοντικά θέματα που μαστίζουν τον τόπο μας;
Tο ερώτημα τίθεται ιδιαίτερα προς τους πολιτικούς που εκτίθενται στις εκλογές.
 
[του Πέτρου Τζεφέρη][by Tzeferis Petros]

Σχετικά Άρθρα