Τις τελευταίες δεκαετίες η ελληνική κοινωνία εθίστηκε σε ένα στρεβλό μοντέλο ανάπτυξης, στην ιδέα της ανάπτυξης μέσω του τομέα παροχής υπηρεσιών. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα τη στροφή κυρίως στον (μέτριας και κακής ποιότητας) τουρισμό, το δημόσιο και τις τράπεζες, άσχετα αν ο τουρισμός ρυπαίνει εξίσου ή αν κατασπαταλά φυσικούς πόρους από δημόσια αγαθά.
Ειδικότερα για τον εξορυκτικό κλάδο, η αμφισβήτηση έχει παγιωθεί σε μεγαλύτερο βαθμό που πολλές φορές φτάνει στο έσχατο σημείο «δαιμονοποίησης» (anti-mining rush), όπου η μεταλλευτική δραστηριότητα θεωρείται εν δυνάμει φυσική καταστροφή (Sengupta 1993).
Η Εξορυκτική – Μεταλλευτική – Μεταλλουργική Βιομηχανία μεταπολεμικά απετέλεσε κινητήριο μοχλό και ήταν ένα από τα παραδείγματα της δυναμικής οικονομικής ανάπτυξης του τόπου μας. Μάλιστα τη δεκαετία του ’70 η συμμετοχή του κλάδου εξόρυξης στο σύνολο των εξαγωγών της χώρας ήταν της τάξης του 20%. Εντούτοις, την τελευταία 25ετία το ειδικό βάρος του κλάδου φαίνεται να φθίνει σταδιακά αλλά σταθερά. Παρότι, από τη δεκαετία του ’90 μέχρι την πρόσφατη οικονομική κρίση, η παραγωγικότητα της μεταλλευτικής δραστηριότητας σημειώνει κατακόρυφη αύξηση και απογειώνεται παγκοσμίως, στην Ελλάδα δεν είχαμε ανάλογα αποτελέσματα. Αντίθετα είχαμε φθίνουσες πορείες, με ενδιάμεσα σκαμπανεβάσματα, στην παραγωγική δραστηριότητα.
Ανεξάρτητα όμως από τα οικονομικά μεγέθη, εκείνο που φθίνει σταθερά τα τελευταία χρόνια είναι η κοινωνική βαρύτητα και αποδοχή του εξορυκτικού κλάδου. Σε μικρότερο βαθμό τη δεκαετία του ’70, σε εντονότερο τη δεκαετία του ’80 και εντεύθεν, οπότε έρχεται να προστεθεί η περιβαλλοντική αφύπνιση των κοινωνιών με το ενδιαφέρον για τις επιπτώσεις των ανθρώπινων δραστηριοτήτων στο περιβάλλον, η επιβεβαίωση από την επιστήμη σχετικών κινδύνων σε τοπική αλλά και σε παγκόσμια κλίμακα, η ανησυχία για την αλόγιστη χρήση φυσικών πόρων, η ανάγκη για την επίτευξη υψηλής στάθμης βιοτικού επιπέδου χωρίς την υποβάθμιση του περιβάλλοντος και τις εντατικοποιημένες μορφές οικονομικής ανάπτυξης, η διασφάλιση του μέλλοντος και της ποιότητας ζωής των επερχόμενων γενεών.
Ετσι, μολονότι η άποψη για την κυρίαρχη αναγκαιότητα και σημασία της ύπαρξης της μεταλλευτικής δραστηριότητας διατηρούνται, ο κόσμος δηλ. δέχεται ότι από την δραστηριότητα αυτή παράγονται χρήσιμα αγαθά, εντούτοις έχει αναπτύξει το σύνδρομο «ας υπάρχει λοιπόν, αλλά όχι στην δική μου αυλή» (ΝΙΜΒΥ, Not-In-My-Backyard). Πρόκειται για ένα σύνδρομο, παγκοσμίου εμβέλειας, το οποίο έχει κατά καιρούς αναλυθεί σε διάφορες περιπτώσεις που αφορούν πχ. υποδομές κτιρίων και υπηρεσιών (όπως τη χωροθέτηση επικίνδυνων, πυρηνικών και συμβατικών εγκαταστάσεων διαχείρισης αποβλήτων, πυρηνικών εργοστασίων παραγωγής ενέργειας), καθώς και κοινωνικές υποδομές (όπως κέντρα ψυχικής υγείας, εργατικές κατοικίες, κέντρα περίθαλψης AIDS κτλ). Επίσης, τώρα τελευταία μελετάται εκτενώς στα θέματα συμβατικών εργοστασίων παραγωγής ενέργειας και παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ.
[του Πέτρου Τζεφέρη] [by Tzeferis Peter]