ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

Η περιβαλλοντική αποκατάσταση των λατομικών χώρων

Ο εξόρυξη έχει ορατό περιβαλλοντικό αποτύπωμα μέσα στο φυσικό περιβάλλον, ειδικότερα στην περίπτωση των υπαίθριων εκμεταλλεύσεων (open pit), εντούτοις η αναμενόμενη «βλάβη» είναι υπό προϋποθέσεις περιορισμένη, προσωρινή κι αναστρέψιμη. Οι επιπτώσεις της εξόρυξης αφορούν κυρίως στο τοπίο, την βιοποικιλότητα, τον θόρυβο και άλλες οχλήσεις για τις τοπικές κοινότητες. Επίσης είναι δυνατή η αέρια ρύπανση (έκλυση σκόνης ή καυσαερίων) κατά τις διάφορες φάσεις των εξορυκτικών εργασιών καθώς και –σπανιότερα- η ρύπανση των επιφανειακών και υπογείων υδάτων, λόγω αλλαγής τη κοίτης χειμάρρων ή καταστροφής του υδροφόρου ορίζοντα.

Το περιβαλλοντικό αποτύπωμα ενός εξορυκτικού έργου είναι δυνατόν να ελεγχθεί κι αυτό σχετίζεται με τον αποτελεσματικό σχεδιασμό, την ασφαλή λειτουργία, την διαχείριση των εξορυκτικών αποβλήτων και την περαιτέρω αποκατάστασή του. Τα ληπτέα μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος, συνήθως δεν στοχεύουν να εξαλείψουν τα «προβλήματα», αλλά να τα περιορίσουν σε ανεκτά επίπεδα.

Επίσης η διαχείριση των εξορυκτικών αποβλήτων μπορεί να ελεγχθεί αν γίνεται με τρόπο ώστε α) να μην τίθεται σε κίνδυνο η ανθρώπινη υγεία β) να μην χρησιμοποιούνται μέθοδοι που μπορούν να βλάψουν το περιβάλλον, και ειδικότερα τα ύδατα, τον αέρα, το έδαφος , την πανίδα και τη χλωρίδα και γ) να μην προκαλείται όχληση από θόρυβο ή οσμές ούτε να επηρεάζεται αρνητικά το τοπίο και οι τοποθεσίες ιδιαίτερου ενδιαφέροντος (ΚΥΑ 39624/2209/Ε103/2009 (ΦΕΚ 2076B/25.9.2009), ενσωμάτωση οδηγίας 2006/21/EU,για τα απόβλητα εξορυκτικής βιομηχανίας).

Τέλος, τα θέματα διασυνοριακής ρύπανσης έχουν μπει σε μια ορθολογική διαχειριστική βάση με μια σειρά από Διεθνείς Περιβαλλοντικές Συμβάσεις Διασυνοριακού Χαρακτήρα, οι περισσότερες των οποίων έχουν κυρωθεί από τη Χώρα μας. Ενδεικτικά αναφέρεται η Διεθνής Σύμβαση Εspoo για την Εκτίμηση των Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (EΠE) σε Διασυνοριακά Πλαίσια (Espoo, Φιλανδία 25/2/1994), η οποία ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι για ορισμένες κατηγορίες έργων και δραστηριοτήτων – μεταξύ των οποίων είναι τα μεταλλεία και τα εργοστάσια επεξεργασίας μετάλλων, τα οποία ενδέχεται να έχουν διασυνοριακές περιβαλλοντικές επιπτώσεις, όλες οι αποφάσεις λαμβάνονται από κοινού και «επί ίσοις όροις» με τις επηρεαζόμενες χώρες.

Η αποκατάσταση του περιβάλλοντος λόγω των επιπτώσεων από τη λατομική δραστηριότητα, αποτελεί μία σημαντική υποχρέωση του εξορύκτη, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις εγκεκριμένες μελέτες, που θα πρέπει να εκπληρώνεται σταδιακά σε όλη τη διάρκεια λειτουργίας και σε όλες τις φάσεις της εκμετάλλευσης του κάθε λατομείου.

Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία (Άρθρο 8 του Ν.2115/93) απαιτείται η κατάθεση αρμοδίως εγγυητικής επιστολής εκπλήρωσης των υποχρεώσεων, που απορρέουν από τις εγκεκριμένες μελέτες αποκατάστασης του περιβάλλοντος.  Με βάση εγκύκλιο του πρώην Υπουργείου Ανάπτυξης (Δ10-Β/Φ68/οικ.26054/15- 12-97) το κόστος της αποκατάστασης του περιβάλλοντος προσδιορίζεται στις αποφάσεις Έγκρισης των Περιβαλλοντικών Όρων (ΕΠΟ), στις οποίες αναφέρονται α)το συνολικόκόστος αποκατάστασης που αντιστοιχεί στην συνολική επέμβαση επί του λατομικού χώρου μέχρι το πέρας της εκμετάλλευσης και β)το κόστος αποκατάστασης στο χρονικό διάστημαισχύος της απόφασης ΕΠΟ.

Σε περίπτωση μη συμμορφώσεως του εκμεταλλευτή προς τις άνω υποχρεώσεις, η εγγυητική επιστολή καταπίπτει προς όφελος του Δημοσίου, το δε ποσό διατίθεται στις υπηρεσίες του Υπουργείου Γεωργίας για την περιβαλλοντολογική αποκατάσταση των λατομικών χώρων.

Οι μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων για την αποκατάσταση των θιγόμενων επιφανειών θα πρέπει να είναι ρεαλιστικές, και να συμπεριλαμβάνουν μέτρα για την αποκατάσταση του περιβάλλοντος και μετά τη λήξη των εκμεταλλεύσεων. Στην περίπτωση των υπογείων εργασιών δεν υφίσταται τόσο το περιβαλλοντικό αποτύπωμα όσο ο κίνδυνος ενδεχόμενων κατολισθήσεων που είναι γνωστό, για τους παροικούντες την Ιερουσαλήμ, ότι μπορεί επίσης να ελεγχθεί.

Από τεχνικής άποψης η αποκατάσταση (Κ. Γιαννούχος 2009) περιλαμβάνει την κατάλληλη διαμόρφωση του ανάγλυφου (μερική ή ολική επιχωμάτωση του λατομικού χώρου) ή την πλήρωση των βαθμίδων με ικανού πάχους εδαφικό υλικό, με σκοπό την αποκατάσταση και προετοιμασία των επιφανειών για την εγκατάσταση (α)της βλάστησης με φύτευση ή/και σπορά από κατάλληλα είδη (ποώδη, θαμνώδη και δενδρώδη) καθώς και (β)της υποδομής για τη συντήρησή της (δίκτυο άρδευσης κλπ).Οι εργασίες εγκατάστασης της βλάστησης προϋποθέτουν ότι τα υπόλοιπα έργα που σχετίζονται με τη μορφολογία του εδάφους, την ποιότητα της φυτικής γης, τα αντιδιαβρωτικά και τη στερέωση των αποθέσεων έχουν εκτελεστεί με επιτυχία.

Όμως παράλληλα με τη φυσική αποκατάσταση, τα τελευταία χρόνια εξετάζεται με ιδιαίτερη βαρύτητα η δυνατότητα της εναλλακτικής αξιοποίησης των ανενεργών και εγκαταλειμμένων λατομικών χώρων με σκοπό τη μετεξέλιξή τους σε χώρους κοινωφελών χρήσεων (ανάπτυξη πρασίνου, ή αθλοπαιδιών, ή αναψυχής κ.α.).

Σχετικά Άρθρα