To 2010 εορτάστηκε διεθνώς το «Έτος Βιοποικιλότητας», ενώ την ίδια περίοδο διαπιστώνεται πανταχόθεν ταχύτατη απομείωση της βιοποικιλότητας, οφειλόμενη κυρίως στην ανθρωπογενή δραστηριότητα, με προφανή αποτελέσματα τη ρύπανση του περιβάλλοντος, την σταδιακή καταστροφή των δασών, την ερημοποίηση εδαφών, τη μόλυνση των υδάτων, την ανεξέλεγκτη θήρευση κι αλιεία, την ουσιαστική υποβάθμιση των οικολογικά ευαίσθητων και προστατευόμενων περιοχών (πχ. του δικτύου των οικοτόπων, που έχουν αναγνωρισθεί από την Ευρωπαϊκή Οδηγία «Habitat») κλπ.
Η παγκόσμια κοινότητα, από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, στη Διάσκεψη Κορυφής του Γιοχάνεσμπουργκ (2002), έθεσε ως στόχο τη μείωση του ρυθμού απώλειας της βιοποικιλότητας μέχρι το 2010, ενώ το 2006, η ΕΕ υιοθέτησε Σχέδιο Δράσης για την προστασία της βιοποικιλότητας ως απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη της αειφόρου ανάπτυξης. Όμως, σύμφωνα με όλες τις αξιολογήσεις της ΕΕ, υπάρχουν «ελάχιστες πιθανότητες» για την επίτευξη του στόχου, τουλάχιστον για την Ευρώπη.
Ηδη έχει ξεκινήσει η συζήτηση για τη διαμόρφωση νέων στόχων πολιτικής που αφορά την επόμενη δεκαετία, μέχρι το 2020. Οι στόχοι αυτοί θα πρέπει να είναι μετρήσιμοι και ρεαλιστικοί, να βασίζονται σε ισχυρή επιστημονική τεκμηρίωση και να αναγνωρίζουν τη σημασία της βιοποικιλότητας και την αξία των «υπηρεσιών» που προσφέρουν τα οικοσυστήματα στην ανθρωπότητα, είτε αυτές είναι «παραγωγικές», είτε «ρυθμιστικές» είτε «πολιτιστικές/πνευματικές». Κοινή διαπίστωση είναι ότι η ανάσχεση του ρυθμού απώλειας της βιοποικιλότητας απαιτεί θαρραλέες πολιτικές δράσεις σε πολλούς τομείς και αλλαγές συμπεριφοράς των κρατών, της βιομηχανίας, των νοικοκυριών, του καθενός μας.
Η βιοποικιλότητα αφορά, άμεσα ή έμμεσα, όλους μας και μας αφορά το ίδιο σοβαρά, όπως η ρύπανση της ατμόσφαιρας, οι σκουπιδότοποι, η υπερ-αλίευση, η ανεξέλεγκτη μόλυνση των υδάτινων πόρων, το «φαινόμενο του θερμοκηπίου» κλπ.